...

    Εκτακτη και μπασκετικη Μπαλαλαικα























    Μια φορά κι έναν καιρό, κάπου στην απαρχή του φθινοπώρου, της επανατοποθέτησης των καλοκαιρινών εμπειριών στην φόρμα μιας νέας σχολικής χρονιάς, στο κλειστό της οδού Αρτάκης, μια κιτρινόμαυρη ομάδα που φέρει το όνομα της τσιμεντογειτονιάς της μας πέταγε πρόωρα έξω από το κύπελλο Ελλάδας. Κάτι ο «δικός» μας Παντελιάδης, κάτι ο, αν θυμάμαι καλά, απροσάρμοστος ακόμη Φράνκι Κινγκ, και η Βωβιάδα απεγκλωβίστηκε εντέχνως από την σπηλιά-καταβόθρα του Βαρίκας. Θυμάμαι ότι τρώγαμε τα ρούχα μας. Κάποιοι χοντροί και άσχημοι Παναθηναϊκοί με απωθημένα μπασκετικού παραρτήματος χόρευαν στις κερκίδες του δικού μας γηπέδου. «Μην σταματάς Μαρούσι μου», στην Αρτάκης. Που ακούστηκε τέτοια ύβρις! Από κάτι τύπους που ανακάλυψαν την μπασκετική τους ύπαρξη κάπου στα 1996 και αποφάσισαν να γίνουν εντεταλμένα Βωβόπουλα. Από κάτι τύπους που πριν ανακαλύψουν την παλίρροια συναισθημάτων που απορρέουν εκ της σπυριάρας βαυκαλιζόντουσαν σε μια τραμπάλα στ’ αηδονάκια. Άκου να δεις πράγματα. Η ομάδα του Νίκου Παύλου με Φάσουρα, Ταμπάκη και Πεππέ να χλευάζει τον μπασκετικό Πανιώνιο. Τσσσσςςςς.

    Και να που ήρθε το 2008 και ο μπασκετικός ιστορικός ξεκίνησε οκνηρός και χλωμός σε μια χρονιά με στόχο την έξοδο στην Ευρωλίγκα. Να τη πω την αμαρτία μου; Ε, ναι μέχρι το βράδυ της 4ης Ιουνίου δεν το πίστεψα καθόλου. «Απεταξάμην, απεταξάμην σπεύδω να φωνάξω τώρα»! Και απολογούμαι, εκθειάζω, θυμάμαι και καταλαβαίνω γιατί έπρεπε να ήμουν σίγουρος για το Μαρουσιακό βατερλό. Είναι το προτσές του Φάνη, του Τέρνερ, του Πάσπαλι, του Στόουκς, του Μέις, του Μπέιλι, του Γουάτσον, του Ντάγκλας, του Ζντόβντς, του Μπόμπαν, του Ντίνκινς, του Διαμαντόπουλου, του Παπαλουκά (και πολλών ακόμη άλλων που ξεχνάω) που έβγαλε τον Πανιώνιο στην Ευρωλίγκα μετά το 0-2. Είναι ο κόσμος που δεν χρειάζεται να ακούσει από τους ΕΡΤόβιους τι είναι το Σπλιτ-άουτ και να αντικαταστήσει τον όρο «ρακέτα» με αυτόν του «ζωγραφιστό» επειδή κάποιος πήγε ένα ταξίδι στην Αμερική. Διαλεκτικά και απλά, φοράς μια φανέλα που σημαίνει κάτι. Και ο τρελός στο πέταλο, έχει δει πολλά για να καταλάβει τι ακριβώς εστί μπάσκετ. Πέραν των Μπαοκάρεων του Βορρά και τον σιχαμένο Τριφυλλιακό του ασπιρινάκια όπως και να το κάνουμε είμαστε (τουλάχιστον σαν κοινό) οι επόμενοι. Γιατί οι γαύροι είναι γαύροι. Θέλουν ο Ντέϊβιντ Ρίβερς να καρφώσει με ανάποδο ψαλίδι. Νομίζουν ότι ο Ράτζα ήταν offside στο πρώτο σπάσιμο-πρωτάθλημα του αιωνίου μέσα στο ΣΕΦ. Πέραν του μπάτζετ και των τίτλων ήταν, είναι και θα είναι από πλευράς νοοτροπίας οι 7οι από το Παπαστράτειο. Αυτοί που έχουν για μπασκετικό πρότυπο τον Σιδέρη. Ήμαρτον λοιπόν μ’ αυτούς. Πάμε στο Μαρουσάκι. Μπορεί η Βωβούπολη της Κηφισίας να αναπτύσσεται ραγδαία και τα γυάλινης, φιμέ αισθητικής κτίρια με την διακριτική τεραστίων διαστάσεων λεζάντα «babis bobos» να ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια υπό τις ευλογίες των δημοκρατικών κυβερνήσεων της χώρας αλλά αυτό δεν σημαίνει κάτι για το μπάσκετ. Ή μάλλον, ok, για να είμαστε ακριβολόγοι όπως και στην περίπτωση του γαύρου τα λεφτά και το μπάτζετ σημαίνουν πάρα πολλά, αλλά όχι τα πάντα. Και εδώ έρχεται η σπουδαία συνεισφορά του κόσμου. Όταν στο 1-2, στο κλειστό κάποιου Αγίου Θωμά μαζεύονται ο Βωβός, 3 πλαστικές γκόμενες και οι εργαζόμενοί του, τότε το πράγμα ανεξαρτήτως μπάτζετ θα βουλιάξει στην δυναμική του κυανέρυθρου κινήματος. Θέλουμε να βγούμε Ευρωλίγκα, όχι εγώ και 5 κολλητοί μου, αλλά ένας κόσμος, μια γειτονιά που έχει μεγαλώσει με την σπυριάρα. Έχει δοξαστεί, έχει δοξάσει, έχει ξενερώσει. Και γι’ αυτό μετά το 2-2, (για το οποίο ευθύνονται αποκλειστικά και μόνο οι παίκτες) καταστήσαμε την προδιαγεγραμμένη επιτυχία μας μη αναστρέψιμη. Γιατί θυμηθήκαμε τι και πώς μας έκανε Πανιώνιους. Και είμαστε περήφανοι γι’ αυτό. Η βραδιά ήταν ηδονική. Φίλοι, γνωστοί, νέοι μυημένοι στο μεγαλείο του ιστορικού (λινάκι) παλιές φάτσες, αναμνήσεις κι ατμόσφαιρα κλειστού, παιδιά ,γυναίκες όλοι έτοιμοι για απογείωση. Προς το μπασκετικό μας παρελθόν και το άκρως κυανέρυθρο μέλλον μας. «Και το κλειστό του χρόνου θα ναι τίγκα… Πανιωνάρα μου». Απλά τα πράγματα.
    ΥΓ1: Ένα μικρό παραπονάκι
    Πέρασε ο καιρός και η Αρτάκης έγινε ανάμνηση. Ο ποδοσφαιρικός σύλλογος αναβαθμίστηκε δεόντως και η πορτοκαλί με τα σπυριά έπαψε να είναι η μοναδική όαση εξαγνισμού. Λίγο πολύ ξεχάσαμε πως ήταν να είσαι Νέο-Σμυρνιώτης και να είναι Σάββατο απόγευμα. Τότε που η Αρτάκης ήταν το must. Κάποιες καλές χρονιές, μετριότητα, ξανά μετριότητα μετά πάλι δόξες και άλλες καλές χρονιές. Κι ύστερα ήρθε ο Λιανός και μαζί του η σταθερότητα. Αλλά απ’ την στιγμή που μεταφερθήκαμε στο Ελληνικό, κάτι έχει αλλάξει. Κάτι δεν είναι οικείο. Κάπου το παρελθόν σου στέλνει παλιννοστούντα σήματα ανάμνησης. Κάτι μας κρατάει μακριά απ’ το Ελληνικό. Δεν είναι δικό μας. Δεν είμαστε ομάδα του NCAA με χοντρούς χαμπουργκεράδες στις εξέδρες, ποπ – κορν και κοκακόλα ανά χείρας. Απ αυτούς που αντιδρούν στις κρίσιμη αγωνιστική στροφή με το αποθαρρυντικό «defense – defense», λες και παρακολουθείς αγώνα στο Ρολάντ Γκαρός. Έχουμε χάσει την θέση μας. Την αμεσότητά μας. Τον κάθε γραφικό Πεδουλάκη. Τον Ζαβλανό με τον εραστή του. Δεν βλέπω τον Πάνθηρα, τα ζαμπονόπαιδα στο πάνω διάζωμα, το κοτσίδα στην γωνία, το τρελό με τα στατιστικά, το βαψομαλλιά που κούναγε τα πεντοχίλιαρα. Αλλά, εντάξει πρέπει να πάψω να γκρινιάζω. Είναι, άλλωστε, προφανές ότι θέλω Αρτάκης. Όσο πισωγύρισμα κι αν είναι. Δεν θέλω Madison Square Garden. Τα γήπεδα δεν κάνουν τις ομάδες έτσι δεν είναι;
    ΥΓ2: Φυσικά η βραδιά έκλισε με το γνωστό «Μπόμπαν, Μπόμπαν».

    ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ

    ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

    ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΑΡΘΡΑ

    ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ