Γέλασε τόσο δυνατά. Και δεν μπορούσε και να σταματήσει. (Παρένθεση). Υπάρχει πάντα τόσο διακριτή και τόσο ιδιαίτερη σχέση μεταξύ αλήθειας, κοινότοπου και αποδεκτού που εν τέλει αναγάγεται σε αλήθεια. Κ ο Τ για αυτό γελούσε. Προσπαθούσε να αντιμετωπίσει τα νέα δεδομένα. Μέχρι η θεία του να του πει αυτό το αληθοφανές κοινότοπο «όλα γίνονται για ένα λόγο. Να το ξέρεις». Άλλο ένα θέμα κάτω απ’ το χαλάκι. Άλλη μια απάτη. Άλλο ένα τσιτάτο. Αλλά για τον Τ ο λόγος ήταν προφανής. ‘Όντως ήξερε.
Για να πατάξουν αυτό το περίεργο μειδίασμα του από κοντά. Ενός από κοντά που μάλλον θα δολοφονούσε αυτή την κουβέντα. -“Είναι απίθανο που τώρα ζω στο (σαφές τηλεφωνικό βούρκωμα)“. Σε λίγη ώρα μίλησαν και για τις κηδείες τους. Δεν έκλαψαν. Τουλάχιστον ηχηρά. Μύρισαν τα κοινά τους, ένωσαν τα κενά τους. Κατάλαβαν ότι πλέον όλα γύρω τους έχουν μεγαλώσει. Και εκείνοι μέσα σε αυτό το όλα. Κατάλαβαν ότι πλέον φοβούνται τον θάνατο.
” Και όποιος δεν έχει ζήσει στο πεζοδρόμιο πως να εκτιμήσει την ζεστασιά από τα μάτια σου και την ομορφιά σου κούκλα μου. Τη μοναξιά σου ανάμεσα σε τόσους ανθρώπους”. Ο Παύλος είχε τουλάχιστον ζήσει στο πεζοδρόμιο. Μια ουρά μπροστά από έναν ασανσέρ για μια διάσημη ταράτσα. Drum machine μελωδίες. Φοιτητές. Ντυμένοι σαν γιάπις. Άνεργοι με iphone. Η πόλη αλλάζει. Και πως να το αποφύγεις. Η αλητεία της όμως μικραίνει. “Και τρέχει ο άνεμος μπροστά. Τον ήλιο ακολουθάω κι μήνας έχει 9“.
Η μηχανή μου δεν έχει μπαταρία, για ένα εσταντανέ που απορώ αν θα ήθελε να νετάρει. Αλλή φορά. Η καβάτζα είναι γνωστή στους απανταχού “οικογενειάρχες” και ο επιφαινόμενος σουρρεαλισμός επαναλαμβάνεται.
Παρασκευή βράδυ. Τουρ σε μια πόλη άγνωστη. Με μια ξένη κι ένα κουτάβι. Ο Κ κοιτάει τον κόσμο απ’ τον οποίο νιώθει δεμένος. Πληρώνει άλλη μια γύρα μπύρες. Στη διαπασών frisko blues. Από Νοσταλγία, από μόδα, από σοφιστικέ κωδικοποίηση. Για να επικοινωνούμε με νοήματα οι αναμετάξυ μας διανοούμενοι (sic). Όλα αυτά μοιάζουν ένα τίποτα. 2 ώρες μετά, ένα λάθος, ένα χαλασμένο φανάρι, μια χρονοχωρική διασταύρωση, μια ταχύτητα που ξεπερνάει την βιολογική μας κατασκευή ως εννοιολογική απόδειξη της βλακείας μας, ένας ήχος. Κλάματα. Η Μαρία. 22. Στην άσφαλτο. Κατάθεση και προστασία. Σήμερα, σε μηχάνημα. Που πάει η νοσταλγία, η νωχελικότητα, η αναβλητικότητα όταν ο θάνατος σταυρώνει εαυτόν στο παρουσιολόγιο. Ένας πελάτης που δεν απάντησε, κάποιος που απλά δεν σου εξήγησε. Μια απάτη, μια παρεξήγηση. Ένας κόμπος που δεν λύνεται. Να μαρτυράς την ασημαντότητα της ίδιας σου της ύπαρξης. Της κάθε ύπαρξης.
Η πλατεία είναι γεμάτη. Και θα είναι. Ίδιοι άνθρωποι άλλα ρούχα. Διακανονισμένος κομφορμισμός. Πάρτι καθήμενων. Ποτό και διαχυτικότητα, μέσα στις τοξίνες. Ύστερα μια τρελή βόλτα. Trash. Καθιερωμένο. Από την διόπτρα αυτού που κατανοεί. Που εξωραΐζει. Μια ματαιότητα αβάσταχτη. Στο μπαλκόνι.
H Λ ένιωθε νοσταλγία. Και είχε λόγους. Ανέκαθεν ρομαντική. Ανέκαθεν συναισθηματική. Και τώρα με μια ανεξήγητη απώλεια στους ώμους. Δεν έγραφε συχνά. Αλλά σε κάθε της γραφίδα φρόντιζε να σε παρασέρνει σε μια ακραία κατανομή συναισθημάτων. Καλών, κακών. Αληθινών. Υπάρχουν άνθρωποι που όταν έχουν κάτι να πουν το λένε. Με κάποιο τρόπο.
Εν τέλει, απλά υπάρχουν άνθρωποι που έχουν κάτι να πουν. Και η Λ έχει. Είχε και θα έχει. Μα δεν μπορεί ακόμα να καταλάβει ότι η εξέλιξή της δεν αναρωτιέται για τη νοσταλγία της. Δεν λογαριάζει το παρελθόν της. Το παρελθόν μας.
Ο Η έγραψε κάτι για τη Βοστώνη. Μαζί με τον Π. Πασίγνωστο αντι-αριστερό πια. Ο Α φρόντισε να αρχίσει τον χορό των like. Υπάρχουν ανάμεσά μας άνθρωποι που εκφράζουν την κενότητά τους μέσα από like. Είμαι ότι είμαι μέσα από την αντανάκλαση των like μου. Των “μου αρέσει”. Των “θα πάω εκεί”, “θα πάω κι αλλού”. Βασικά είμαι αυτό που βλέπουν οι άλλοι. Θέλοντας ή μη. Άντε πες το αυτό στον Χιουμ. Έχουν πλάκα οι πενθούντες την Βοστώνη. Την μέρα του εργατικού ατυχήματος στο Σχιστό, μια μέρα πριν την Μανωλάδα, μια μέρα μετά από νέες εκατόμβες στη Συρία και στο Ιρακ βρήκαν μια ακόμη ευκαιρία να αποτίσουν δήλωση μεταμέλειας στον καπιταλισμό. Τους ενόχλησε λέει ο πιτσιρίκος. Ο κάφρος. Κι “καφρίλα” του επιστάτη παράπλευρη απώλεια. Ελεύθερη αγορά και δημοκρατία. Τους σόκαρε η Βοστώνη. Μαζί με τη Marfin άλλοι 4 νεκροί. Οι μόνοι των τελευταίων χρόνων. Για τους ιδεαλιστικά αναξιοπαθούντες.
– “Δεν μπορώ να καταλάβω που τη βρίσκω την καλή διάθεση. Έχει ανθίσει. Ταξιδεύω. Βλέπω φίλους. Ερωτεύομαι όλο και πιο πολύ”. Σκέφτεται ο Κ περιμένωντας το τραμ. Η δίκη του νοσταλγία πολλαπλασιάζεται μέσα από αφαιρέσεις και προσθέσεις. Το Λονδίνο που άφησε, το διάβασμα που περιμένει, μια μεγάλη αναπαυτική καρέκλα και κολλαριστά πουκάμισα. Μια όμορφη που μαγειρεύει. Μια γουνόμπαλα που μπλέκεται στα πόδια σου. Άνοιξη είναι και θα ρθει καλοκαίρι.