Εκείνη το πρωινό ξύπνημα είχε ένα πρωτόγνωρο άγχος.
Αυτό που θυμάμαι από εκείνη την σεζόν, – κάπου ανάμεσα στο Κυριάκατικο Δελτίο ΠΡΟΠΟ και το “γίνε πρόεδρος του Εθνοσπόρ” – η ομάδα μου δεν έκανε και καμιά φοβερή χρονιά. Ο Αντώνης Σαπουντζής ήταν το δεκάρι μας και ο πλέον ποιοτικός μας παίκτης. Ο Φύσσας έκανε μια καταπληκτική χρονιά και έδειχνε ότι είναι για μεγαλύτερα μαγαζιά. Ο Βόκολος, ο Ναλιτζής και ο Κατσιαμπής το ίδιο. Ο Στρακόσια στο τέρμα, ο Καρασαβίσης στα χαφ, ο εκκεντρικός αλλά αγαπημένος της εξέδρας Καμίτσης, ο Βασμπεργκ, ο έμπειρος Ιωαννίδης, ο σκληρός Μπουγάς.
Θυμάμαι επίσης ότι η εμφάνιση εκείνης της σεζόν – της Lotto – είχε αρέσει πολύ. Και μάλιστα η δεύτερη η λευκή, είχε γίνει μεγάλη μόδα στη Νέα Σμύρνη. Κάπου στα μέσα της χρονιάς είχε μπει και χορηγός στο κέντρο της φανέλας η διαφήμιση του elephant store, που του παλιού “Ράδιο Κοσμίδης” απέναντι απ’ το σχολείο της Εστίας.
Εκείνο, λοιπόν, το πρωί είχε όντως ένα πρωτόγνωρο άγχος. Και πειράγματα από τους Βάζελους της τάξης. “Θα χάσετε σίγουρα. Τρία μόνο γκολ θα σας βάλει ο Βαζέχα. Μην τολμήσεις και έρθεις αύριο”. Βάζελοι. Αυτά τα αφ’ υψηλού κωλόπαιδα που νομίζουν πως η ομάδας τους είναι η καλύτερα του γαλαξία και πως όλος ο κόσμος τους χρωστάει. Μονίμως υπερόπτες, μονίμως ευνοημένοι. Σαν μεγαοϊδεάτες της μπάλας. Ακούς τις πρώτες νότες του ύμνου τους και καταλαβαίνεις. Έπαρση και παλιά Αθήνα.
Πολλοί φίλοι μου πήγαν στο παλιό Καραϊσκάκη με την πορεία που ξεκίνησε από τη Νέα Σμύρνη. Θυμάμαι, ζήλευα, αλλά πατέρας και θείος με ήθελαν μαζί τους. Είχαμε παρκάρει κάπου στο Μοσχάτο και περπατήσαμε ανάμεσα στον κόσμο του Πανιωνίου μόλις για λίγα μέτρα. Τους έβλεπα αγχωμένους. Ένα “θα στεναχωρηθεί ο μικρός” πλανιόταν στον αέρα. Μπήκαμε μέσα. Πρώτη μου σκέψη: “Είμαστε τόσοι πολλοί;”
Πριν ξεκινήσει το ματς κοίταγα την απέναντι κερκίδα να αναγνωρίσω τους φίλους μου. Κούναγα ένα κασκόλ και μια σημαία. Το κασκόλ το είχα για γούρι – μιας και το φόραγα στον ημιτελικό με τον ΠΑΟΚ. Μετά το πρώτο σφύριγμα, λεπτό με το λεπτό αρχίζαμε να το πιστεύουμε. Είχε μια ένταση στην κερκίδα. Ένα αίσθημα “θα βάλουμε γκολ και θα πάρουμε το κύπελλο”. Δεν ξέρω ποιος, δεν ξέρω τι, αλλά τα κάρβουνα είχαν ανάψει. Περιμέναμε όλοι τον Σαπουντζή και στην πάσα του Φύσσα σηκωθήκαμε. Το κοντρόλ ήταν κακό και μας βγήκε ένα αχ, αλλά η φάση συνεχίστηκε. Στο ριμπάουντ του Καμίτση, κάπου εκεί ψηλά είχαν σηκωθεί ήδη διάφοροι. Ήξεραν. Η κεφαλιά του Ναλιτζή ήταν απλά η σφαγίδα. Ν’ ανάψουν τα καπνογόνα, να το πιστέψουμε πιο πολύ, να το αγκαλιάσουμε σφιχτά να μην μας φύγει. Για μένα το παιχνίδι τελείωσε σ’ εκείνο το λεπτό. Είχα τέτοια αγωνία που το μόνο που ήθελα να κοιτάω είναι το χρόνο να τρέχει. Έχασαν μια – δυό φάσεις, φάγαμε κάτι κόκκινες, αλλά όλο αυτό ήταν στο fast forward, του μεγάλου γεγονότος που δεν μπορεί να περιμένει. Είμασταν ήδη ανασθενάριδες. Όλο το κυανέρυθρο πέταλο είχε μπει στο τριπ της νίκης.
Σήμερα, είκοσι χρόνια μετά δεν θα ξεχάσω εκείνες τις φάτσες. Του πατέρα μου, του θείου μου, του παππού μου που μας περίμενε στο δρόμο όταν γυρίσαμε στο σπίτι. Των γνωστών – άγνωστων διπλανών μου που αγκαλιάζονταν, των συμμαθητών μου αργότερα στην πλατεία, του κάθε νεοσμυρνώτη τις επόμενες μέρες. Γιατί η αξία του να είσαι Πανιώνιος δεν είναι απλά η προσμονή ενός τροπαίου που αργεί και συμβαίνει σπάνια. Είναι η συλλογική μνήμη μιας ιδεάς, ενός οράματος που δεν μπορεί και δεν χρειάζεται να γίνει μεγαλύτερο απ’ όσο είναι. Είναι οι χαμένες μυρωδιές της Σμύρνης, η αλληλεγγύη του αδύναμου, του κατατρεγμένου, του αντισυστημικού, του αθεράπευτα ρομαντικού. Πανιώνιος σημαίνει ν’ αγωνίζεσαι. Και όταν αγωνίζεσαι κερδίζεις. Ίσως όχι τόσο συχνά κύπελλα και πρωταθλήματα. Αλλά κερδίζεις. Το μέσα σου και το δίπλα σου.
20 χρόνια μετά, από εκείνο το βράδυ που νιώσαμε έστω και για λίγο, άτρωτοι.
Όπως έλεγε και ο Λεό. “Μάγκες κάντε υπομονή, κύπελλο θα ξαναρθεί, κι η πλατεία θα καεί για σένα Πανιωνάρα μου”
ΥΓ1: 20 χρόνια παρά κάτι μέρες μετά, τα αντακλαστικά, αυτού του λαού έστειλαν στον αγύριστο έναν μακροπρεπή και γραφικό φασίστα που παραλίγο να αναλάβει χρέη προπονητή στο τμήμα του μπάσκετ. Αυτό το “κύπελλο” το παίρνεις κάθε χρόνο αν είσαι Πανιώνιος. Νερό στο κρασί των ιδεών μας δεν θα βάλουμε ποτέ.
ΥΓ2: Παππού, εκεί ψηλά που είσαι να ξέρεις ότι ακόμα σε θυμάμαι εκείνο το βράδυ. Το χαμόγελό σου που είχε φτάσει στον σβέρκο για τον εγγονό σου που είχες καταφέρει να γίνει Πανιώνιος. Όχι για το κύπελλο. Ποιος χέστηκε γι αυτό;