Είναι αλήθεια ότι η Γαύδος έχει γίνει λίγο της μόδας. Το καταλαβαίνεις από το καράβι στα Σφακιά με πολύ κόσμο και αυτοκίνητα να περιμένουν και αυτές τις απερίγραπτες ελληνικές μόντες με κρατήσεις θέσεων και λίστες αναμονής που δίνουν στην εμπειρία της Γαύδου μια ακόμη πινελιά περιπέτειας. Μετά από περίπου δυόμιση ώρες εν πλω για τα 26 ναυτικά μίλια που την χωρίζουν από τη νότια Κρήτη φτάνεις στο νησί της Καλυψούς (Κάποιοι ταυτίζουν την Γαύδο με την Ωγυγία). Ακόμα και αν το νησί έχει αποκτήσει πλέον περισσότερη ζωή η αίσθηση του να πατάς το πόδι σου στην Γαύδο παραμένει μοναδική.
Δυό δρόμους έχει η ζωή και η Γαύδος λίγο πολύ το ίδιο. Δηλαδή ανηφορίζοντας προς το λιμάνι ή στρίβεις βορειο-δυτικά για Σαρακήνικο και Άϊ-Γιάννη, ή νότιο-δυτικό για Κόρφο και Μετόχι. Οι 2 πρώτοι προορισμοί είναι τα γνωστότερα σποτ του νησιού. Αμμόλοφοι, Κέδροι, προσανατολισμός που ο Βοριάς και δει ο Βοριοδυτικός άνεμος πιάνει καλά, φανταστικές θάλασσες και αμέτρητες (τουλάχιστον τον Αύγουστο) σκηνές με κόσμο που όμως δύσκολα θα σε ενοχλήσει. Βοηθάει και το γεγονός ότι το φυσικό περιβάλλον σου επιτρέπει να ‘χαθείς’ αφού υπάρχει ένας Κέδρος για όλους, αλλά ως επί το πλείστον είναι αυτό το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των κατασκηνωτών της Γαύδου που θέλουν και μπορούν να αλληλοϋποστηρίξουν την πραγματική επαφή με τη φύση και την ηρεμία του ελεύθερου κάμπινγκ. Όλοι οι καλοί χωράνε κοινώς. Το Σαρακήνικο έχει εξελιχθεί αρκετά. Ταβέρνες και γενικότερα κοντινές εγκαταστάσεις για τους αρχάριους των free διακοπών, ή έστω αυτούς που δεν θέλουν να περπατήσουν με τον εξοπλισμό τους τα 2-3 χιλιόμετρα μέχρι την παραλία του Άϊ – Γιάννη που είναι το πιο γεμάτο και πλέον νεανικό μέρος στο νησί. Η κοντινότερη ταβέρνα και σημείο που φτάνει το λεωφορείο είναι περίπου μίση ώρα απόσταση, η κατάσταση είναι γενικότερο λίγο πιο χίπικη και ενίοτε παίζουν και ορισμένα πάρτι.
Η παραλία του κόρφου είναι μια άλλη ιστορία. Θυμίζει πιο πολύ παραλία της νότιας Κρήτης. Ένας μικρός γαλαζοπράσινος κολπίσκος με 2 ταβερνάκια τα οποία έχουν και ενοικιαζόμενα δωμάτια για όσους δεν έχουν ακόμα ανακαλύψει την χλιδή της σκηνής. Φυσικά η περιοχή έχει και πολύ καλές καβάτζες σκιάς για σκηνές, αιώρες και τούφες περιοπής. Τα ταβερνάκια έχουν εξαιρετικό φαγητό. Το πάνω στο κύμα ταβερνάκι ανήκει στον καλαμπουρτζή Γιάννη που μπορεί να περάσεις ώρες ατελείωτες ακούγοντας τις ιστορίες του και πίνοντας μια γλυκόπιοτη ρακί. Έμαθα αύριο δεν έχει καράβι έλεγε ο Γιάννης χαριτολογώντας μια μέρα πριν φύγουμε στην προσπάθεια του να μας πείσει να παρατείνουμε τη διαμονή μας. Και όχι δεν μέναμε στα δωμάτιά του για κάποιους ενδεχομένως κακοπροαίρετους, είναι απλά αυτή η λογική της Γαύδου που έχει τους δικούς της ιδιαίτερους χρόνους. Λίγο πιο πάνω στην ανηφόρα υπάρχει Το Πανόραμα (όνομα και πράγμα). Εκεί έφαγα μακράν το νοστιμότερο ψάρι (έναν Σκάρο από την τελευταία ψαριά πριν την πανσέληνο) μιας και ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας ο κυρ Γιώργος είναι ο ίδιος ψαράς και ένας από τους τελευταίους μόνιμους στο νησί. Φυσικά γρήγορα κατάλαβα ότι η μαεστρία του μαγαζιού κρύβεται στην καταπληκτική μαγείρισσα και σύζυγό του κυρία Μαρία. Νομίζω αρκετός κόσμος θα την αναπολεί σε κάτι απεγνωσμένα χειμωνιάτικα delivery fast και άνοστου food. Τι να μου πάρεις συνέντευξη ρε παιδί μου; Ξεκάθαρη η κυρία Μαρία. Γράψτα όπως τα θες. Εγώ εδώ 35 σχεδόν χρόνια μαγειρεύω και απλά μ‘ αρέσει να βλέπω τον κόσμο να είναι χαρούμενος από τα φαγητά μου. Πέρα από ψάρια έχουμε και καλά κρέατα εδώ στο νησί. Γενικά το νησί έχει υψηλού επιπέδου φαγητό και πολύ υψηλού επιπέδου παγωτό με το φρέσκο κατσικίσιο γάλα να είναι το μυστικό του.
Νομίζω υπάρχουν δύο τρόποι να δει κανείς την Γαύδο ως επιλογή διακοπών. Ή στήνεις το παλατάκι σου στις αμέτρητες ευκαιρίες επίγειων παραδείσων που το νησί σου προσφέρει και αράζεις μέχρι να λιώσουν οι πάγοι, ή φροντίζεις να το γυρίσεις όλο περπατώντας αρκετά και ανακαλύπτοντας τις κρυμμένες ομορφιές της (την επιλογή να μπορείς να συνδυάσεις άραγμα και εξερεύνηση τη ζηλεύω γιατί σημαίνει πολλές μέρες διακοπές). Η πιο εύκολη πεζοπορία είναι αυτή που ενώνει τον Κόρφο με την θάλασσα της Τρυπητής, το νοτιότερο άκρο του νησιού με την περίφημη καρέκλα. Το μονοπάτι είναι καλοδιατηρημένο (4,5 χιλιόμετρα) και η διαδρομή εξαίσια. Υπάρχει και η λίγο δυσκολότερη διαδρομή Βατσιανά – Τρυπητή και αυτό γιατί έχει περισσότερη κλίση κάτι που σημαίνει εύκολη κάθοδο και ανηφορική επιστροφή. Όπως και να χει η θάλασσα της Τρυπητής σε αποζημιώνει και έχει και το τρόπαιο του νοτιότερου σημείου.
Η δύσκολη διαδρομή είναι αυτή που σε πάει στον Ποταμό, Βόρειο-Ανατολικά της Γαύδου, όμως δεν μπορώ να πω πολλά γιατί η ζυγαριά αράγματος-εξερεύνησης το άφησε στην λίστα με τα «για του χρόνου». Το μονοπάτι λένε ότι είναι 1μηση ώρα αλλά με δύσκολη επιστροφή. Από αυτά που σίγουρα αξίζουν στη Γαύδο είναι το ηλιοβασίλεμα στο Φάρο (με το υπέροχο παγωτό της Εστέλ) και ένα σούρουπο στο Καστρί. Περισσότερο όμως απ’ όλα αξίζει η ίδια η Γαύδος σαν πακέτο. Η φάση που φτιάχνεται εκεί έχει κάτι ανθρώπινο. Κάτι πολύ διαφορετικό από άλλα νησιά με εφάμιλλη ή και ανώτερη ίσως ομορφιά ανάλογα με την υποκειμενική κατασκευή αυτού του κώδικα. Η Γαύδος, όντας τόσο απομακρυσμένη, τόσο άγονη και τόσο επιμελώς παρατημένη έχει τον τρόπο να σε κάνει να καταλάβεις ότι είναι κοντά σου, να σε κάνει να αισθανθείς οικεία και ότι εν τέλει οι αποστάσεις και τα σύνορα ούτε χτίζονται αλλά ούτε και ξεπερνιόνται με χωροταξικές μόνο διαδικασίες.
Κοιτώντας το λιμάνι να απομακρύνεται απορώ γιατί τελικά ο Οδυσσέας γύρισε, ειδικά αν η Καλυψώ ήταν όσο ωραία όσο την περιέγραφε ο Όμηρος. Μπα κάτι παραπάνω θα ήξερε. Μήπως του χρόνου να πάμε Ιθάκη;
Κείμενο και φωτογραφίες: Κωστής Πιερίδης