“Η μόνη διαφορά της ιστορίας που ζεις από αυτήν που θα ζήσεις είναι η αφήγηση που θες να θυμάσαι”. Ο Λ κάθε φορά που μίλαγε σε φίλους έπρεπε να διαλέξει τα πιο δύσκολα λόγια, τις πιο δύσβατες σκέψεις. Ίσως αυτό να ένιωθε ότι τον έκανε ξεχωριστό. Οι υπόλοιποι μάσαγαν την τσίχλα τους, έπαιζαν με το κινητό τους, πιάνονταν από μια στιγμή για να αφήσουν την διήγηση του Λ να περάσει όσο πιο αναίμακτα μπορούσε. Εν τέλει ο Λ αγάπησε την Η. Ένα κορίτσι λαϊκό, με όμορφο βλέμμα και άσχημο χαμόγελο – ή για να είμαι πιο δίκαιος – σπάνιο χαμόγελο. Εκείνη του χάρισε την γαλήνη που δεν έβρισκαν ποτέ μέσα του οι σκέψεις και άρχισε να μιλάει απλά και να εννοεί περισσότερα.
Ο διάδρομος είναι κυκλικός σε ένα κτίριο σαν μισοφέγγαρο. Οι περισσότερες πόρτες είναι κλειστές. Το μάρμαρο μυρίζει χλωρίνη. Το πρωί οι τουαλέτες είναι καθαρές και οι φύλακες νυσταγμένοι. Το parking γεμίζει από τις 8 μέχρι τις 8 και 15. Ο καθένας έχει κατά κάποιο τρόπο την δική του θέση ή έστω έτσι νομίζει και κάθε φορά που την βρίσκει πιασμένη θέλει να θυμώσει σε αυτόν που συντέλεσε το πρωινό έγκλημα. Από τις 9 και μετά γεμίζει ο βόθρος. Στις 12 το κτίριο μυρίζει τσιγάρο. Στις 2 απελπισία. Στις 4 βγαίνουν τα φαντάσματα. Στις 6 έχει ζωή μόνο στον έκτο. Στις 8 – οι τελευταίοι που έχουν απομείνει χτυπάνε την κάρτα τους και αποχωρούν. Το κτίριο γίνεται μια ευθεία. Μια τελεολογική γραμμή που σε ξεφορτώνει σ΄ αυτό που οι κανονικοί άνθρωποι περιγράφουν ως “καθημερινότητα”.
Η Α είχε αρχίσει να νιώθει όμορφα. Λίγο τα κομπλιμέντα, τα όμορφια λόγια, οι ματιές, η ασφάλεια της απόστασης. Είναι από αυτά τα κορίτσια που φοβούνται. Αναγνωρίζει την ομορφιά της. Την σπιρτάδα της. Αφήνει τους ανθρώπους να δουν τα σκοτάδια της. Και ακριβώς στην απελευθερωτική στιγμή που οι αδυναμίες της γίνονται δημόσιες, ερωτεύται. Γυρνάει στο σπίτι της και γράφει. Πότε τα πρωινά, πότε τα μεσημέρια, μα σχεδόν πάντα τα ήσυχα ξημερώματα. Κάθε της κείμενο είναι και μια εικόνα απελευθέρωσης. Κοιτάει παλιές φωτογραφίες. Τον εαυτό της που αλλάζει. Το μέλλον που την τρομάζει. Και απλά συνεχίζει να γράφει.
“Σ’ αρέσει η ποίηση;”. “Όχι και τόσο. Μ’ αρέσει η μουσική”. “Μα πολλές φορές ποιήματα γίνονται τραγούδια, άρα με κάποιο τρόπο σ’ αρέσει η ποίηση”. Ο Σ κούνησε τους ώμους του. Παραδόθηκε; συγκατάνευσε; Κατάλαβε ότι δεν έχει και πολύ νόημα να μην συμφωνήσει με την Β. Την κοίταξε στα μάτια και την φύλησε. Εκείνη, χάρηκε αλλά διέκοψε το φιλί για να συνεχίσει την κουβέντα. Έναν ακόμα θλιβερό μονόλογο που πίστευε πως είναι αμφίπλευρος. Ο Σ σταμάτησε να της δίνει σημασία. Άκουγε τα πουλάκια που κελαηδούσαν, τον αέρα που αγρίευε, κοίταζε τον ουρανό που φόρτωνε σύννεφα. Σκέφτηκε, κάπως ενοχικά: “Αν βρέξει θα αναγκαστούμε να φύγουμε από το παγκάκι”. Έβρεξε. Εκείνο το βράδυ ο Σ διάβασε ποίηση.
«Αγαπάμε την ζωή, όχι γιατί έχουμε συνηθίσει να ζούμε, αλλά γιατί έχουμε συνηθίσει να αγαπάμε». Με αυτή την περιβοήτη φράση του Νίτσε – που συχνά πυκνά πέταγε σαν τσιτάτο σε κοινωνικές τους συναντήσεις όταν και όπου ένιωθε ότι πρέπει κάτι να πει – ο Τ γύρισε το κλειδί στην μίζα για άλλη μια μέρα στη δουλειά. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και ενώ ο πρωινός «Εν Λευκώ» αντηχούσε την δική του μάταιη σοφία ο Τ ευχήθηκε ότι θα συνηθίσει εξ’ αντανακλάσεως την δουλειά του. Τους συναδέλφους του. Τον μειωμένο του μισθό. Την γυναίκα του. Τα φανάρια. Τις Δευτέρες.
Η Σ δεν έχει μάθει να χάνει. Για δύο μέρες ή μάλλον για την ακρίβεια για δύο νύχτες στοίχειωσε το messenger του K. Από διακοπές, ταξίδια, κάτι ιδιαίτερες προσωπικές λεπτομέρειες για έρωτες – παρελθόντες και λανθάνοντες – πέρασαν γρήγορα στην αφέλεια του φλερταρίσματος του πληκτρολογίου. Μια ανασφαλής ασφάλεια. Σαν αυτή που συχνά πυκνά κάνει κουμάντο στις ζωές τους. Εκείνη γέλασε, μελαγχόλησε, αισθάνθηκε ευάλωτη. Εκείνος ότι μπορεί να συνεχίσει να μαγεύει τις αληθινά όμορφες. Όμως το πληκτρολόγιο είναι αμείλικτο. Δεν είχε και δεν θα έχει ποτέ εκείνο το βλέμμα που μπορεί να σε κάνει να ξεχάσεις. Όλα αυτά που εν τέλει σε κάνουν να χάνεις. Και η Σ δεν έχει μάθει να χάνει.
«Far away the Misty Mountains Cold». Τι πιο οικείο πράγμα από την παιδική ανάμνηση συνεχίζει να λέει ο Κ. Μαζεύεται με αγαπημένους φίλους για την ταινία. Εκείνη που ακόμα θυμίζει ήσυχα όνειρα και κίτρινες σελίδες ενός παιδικού βιβλίου που δεν έπαψε ποτέ να είναι οδηγός. Αυτής της πραγματικής αίσθησης ότι κάθε ταξίδι γίνεται για την διαδρομή. Και ότι ο κόσμος, σχεδόν διχοτομικός, σχεδόν κατανοητός έχει μια γραμμική κατάληξη που δικαιώνει. Φαντασία για να σπάει η ματαιότητα. «Υπάρχει ο smaug» λέει ο K. «Είναι ο γείτονας που μου κλείνει κάθε μέρα το parking. Αυτός που μου πήρε την τσάντα με την μηχανή». «Και οι Orcs είμαστε ξεκάθαρα οι άνθρωποι» συνεχίζει ο Ξ. «Για μας, έτσι όπως έχουμε καταντήσει το έγραψε». «We must away, ere break of fay, to seek our pale enchanted gold».