Η ιστορία του(ς) θα μπορούσε να είναι μέρος διηγήματος του Κέρουακ, του Μπάροουζ, του Σάλιντζερ ή ακόμα και του Πίντσον. Αρκετά μποέμ, αρκετά ριψοκίνδυνη, αρκετά «μπιτ» και αμερικάνικη. O Craig και ο Oliver έρχονται για διακοπές στην Ελλάδα, επισκέπτονται την Σαντορίνη και εντοπίζουν την έλλειψη βιβλιοπωλείου. Η αρχική ιδέα εξελίσσεται και άλλοι τέσσερις φίλοι συμμετέχουν στο όλο άφραγκο εγχείρημα με business plan που περιελάμβανε μέχρι και ξύλα απ’ τα σκουπίδια. Όμως οι ωραίες ιδέες είναι κομμάτι της λογοτεχνίας και έτσι φέτος το βιβλιοπωλείο Ατλαντίδα στην Οία της Σαντορίνης κλείνει 10 χρόνια ζωής. Ένα βιβλιοπωλείο που κατάφερε να κεντρίσει το ενδιαφέρον των New York Times, να μπει στην λίστα των 10 καλύτερων βιβλιοπωλείων του κόσμου από τον Τζέρεμι Μέρσερ του Guardian και γενικώς σε πολλές αντίστοιχες λίστες (estante, skyscanner). Σήμερα η ζωή των περισσότερων αρχικών συντελεστών έχει αλλάξει. Παιδιά, υποχρεώσεις, οικογένεια, “κανονικές δουλειές”. Ο Craig όμως βαστάει ακόμα με την βοήθεια ορισμένων φίλων των φίλων του φίλου. Αρχίζει να μου μιλάει για το Atlantis με το μαγαζί να βουίζει από κόσμο. Επίδοξοι πελάτες, μαγεμένοι τουρίστες που φωτογραφίζουν. Μια τύπισσα ζητάει απ’ τον Craig ένα βιβλίο, της απαντάει με φυσικό τρόπο και βέβαια το έχω είναι στη λίστα με τα unrecommended. Η ατλαντίδα των βιβλίων είναι μια ζωντανή υπόθεση.
Το πώς ξεκίνησαν όλα είναι μια πολύ απλή ιστορία. Τoν Απρίλιο του 2002 επισκέφτηκα για πρώτη φορά την Σαντορίνη μαζί με τον φίλο μου Όλιβερ. Είμαστε και οι δύο από την Αμερική και εγώ εκείνο τον καιρό σπούδαζα στην Οξφόρδη. Θα προσπαθήσω να στα πω όλα πολύ ξεκάθαρα γιατί υπάρχουν αρκετές παρεξηγήσεις της ιστορίας αυτού του βιβλιοπωλείου για κάποιο λόγο (γέλια). Ειλικρινά έχουμε μαζέψει όλες τις λάθος ιστορίες που έχουν γραφτεί για μας. Ας πούμε έχουν γράψει ότι είμαι Βρετανός, ή ότι είμαι από τη Νέα Υόρκη και άλλα πολλά. Το καλύτερο απ’ όλα όσα δεν ισχύουν είναι ότι το μαγαζί το τρέχει ένα ζευγάρι Βρετανών που ζει στο νησί και εμείς προσπαθούσαμε να καταλάβουμε απ’ όλους εμάς εδώ πώς έγινε και νόμισαν αυτό το πράγμα.
Όπως σου είπα είμαι Αμερικάνος από το Μέμφις του Τένεσι και με τον επίσης αμερικάνο φίλο μου Όλιβερ επισκεφτήκαμε την Αθήνα για μερικές μέρες. Μέναμε σε ένα πολύ ωραίο διαμέρισμα. Οι άνθρωποι που έμεναν από πάνω μας ήταν πολύ καλοί αλλά και λίγο τρελοί. Εννοώ ότι μας ξύπναγαν κάθε μέρα στις 6 το πρωί για να φάμε πρωινό όλοι μαζί και γενικά ήταν μαζί μας συνέχεια. Εμείς δεν μιλάγαμε ούτε μια λέξη ελληνικά και εκείνοι δεν μιλάγανε ούτε μια λέξη αγγλικά αλλά αυτό δεν τους ένοιαζε καθόλου. Οπότε μια μέρα σκεφτήκαμε ότι θέλουμε λίγο να φύγουμε από εκεί να βρούμε λίγο ησυχία. Σκεφτήκαμε να πάμε σε ένα νησί, πήγαμε λοιπόν στον Πειραιά και το πρώτο πλοίο που έφευγε ήταν για την Σαντορίνη. Εγώ αναγνώρισα το όνομα και είπα ας μπούμε.
Μετά φτάσαμε εδώ στην Σαντορίνη και σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα νομίζω την 4η μέρα μας στο νησί ξεμείναμε από βιβλία και συνειδητοποιήσαμε ότι δεν είχε κανένα βιβλιοπωλείο εκτός από ένα κέντρο τύπου στα Φηρά το οποίο όμως δεν είχε τίποτα που να μας κάλυπτε. Έτσι, ξεκινήσαμε να πίνουμε πολύ. Θυμάμαι πηγαίναμε σε ένα εστιατόριο κάθε μέρα και απλά γινόμασταν λιάρδα. Ναι αλήθεια. Ανταλλάξαμε το διάβασμα με το αλκοόλ κάτι που δεν είναι και πολύ υγιές. Και έτσι, μια νύχτα, πιωμένοι όπως συνήθως περπατώντας για το ξενοδοχείο μας στο Ημεροβίγλι είπα στον Όλιβερ ότι πρέπει να ανοίξουμε ένα βιβλιοπωλείο έτσι ώστε κανείς να μην έχει να πίνει τόσο πολύ. Εκείνος ενθουσιάστηκε και είπε ότι πρέπει να το ονομάσουμε Atlantis για όλη την ιστορία της χαμένης Ατλαντίδας. Του απάντησα ότι αυτό είναι ένα απαίσιο όνομα αλλά θα έπρεπε να μας απασχολήσει πιο μετά. Βέβαια δεν σκεφτήκαμε και κάτι καλύτερο οπότε το κρατήσαμε.
Μπορεί να ήταν μια τυπική μεθυσμένη ιδέα από αυτές που τελικά μένουν ιδέες. Αλλά το πρωί που σηκωθήκαμε συνεχίσαμε να το θεωρούμε μια καλή ιδέα. Έτσι, όταν επιστρέψαμε στην Αθήνα πήγαμε στο Υπουργείο και την Αμερικανική Πρεσβεία. Γενικά το ψάξαμε, το συζητήσαμε πολύ μεταξύ μας, εγώ μίλησα και με φίλους από την Αμερική και την Αγγλία γιατί ήθελα να πάρω τη γνώμη τους σχετικά με το επιχειρηματικό μας πλάνο. Ξεκινήσαμε να κάνουμε μια έρευνα και να δούμε πως μπορούμε να το στήσουμε όλο αυτό και έτσι ξαναεπισκεφτήκαμε την Σαντορίνη. Πρέπει να σου πω ότι την πρώτη φορά που είχαμε έρθει δεν είχαμε πάει στην Οία και έτσι όταν κάναμε το ταξίδι της έρευνας για το βιβλιοπωλείο την ανακαλύψαμε και αμέσως είπαμε ότι σε αυτό το χωριό θέλουμε να το ανοίξουμε. Η αλήθεια είναι ότι σήμερα 10 χρόνια μετά αν ήταν να ξανανοίξω το μαγαζί δεν ξέρω αν θα το έκανα στην Οία. Ο λόγος είναι ότι πρώτη φορά ήρθα εδώ Απρίλιο και δεν είχα καμία ιδέα για το τι συμβαίνει τα καλοκαίρια. Αν ήξερα δεν θα το διάλεγα. Ενδεχομένως αν είχα επισκεφτεί την Σαντορίνη Αύγουστο να μην ξαναρχόμουνα και ποτέ πίσω. Πιστεύω ότι δεν θα μου άρεσε καθόλου. Τον Απρίλιο και το Μάιο περπατάς και δεν καταλαβαίνεις ότι όλα αυτά τα μέρη που βλέπεις είναι μαγαζιά. Σου φαίνονται σαν σπίτια και είναι όλα τόσο ήσυχα. Έχεις και χρόνο και χώρο.
Κανένας μας δεν είχε δουλέψει σε βιβλιοπωλείο ποτέ. Μαζευτήκαμε εν τέλει έξι φίλοι που όλοι μας είχαμε μόλις τελειώσει τις σπουδές μας. Εγώ προσπάθησα να ζήσω με τους γονείς μου για 6 μήνες και να μαζέψω μερικά λεφτά. Με αυτά τα λεφτά ξεκινήσαμε. Αλλά δεν ήταν και πολλά. Να φανταστείς όλα αυτά τα ξύλα που βλέπεις στις βιβλιοθήκες είναι ή από τα σκουπίδια, ή από την θάλασσα και υπάρχουν και μερικά που μας τα έδωσαν φίλοι. Αυτό εδώ που βλέπεις είναι το δεύτερο μαγαζί που μας φιλοξενεί στην Οία αλλά έγινε με την ίδια λογική και αισθητική. Ξέρω ότι αυτό που κάναμε είναι λίγο «μπιτ». Δεν έγινε όμως εκούσια έτσι. Αν είχαμε περισσότερα χρήματα θα είχαμε οργανωθεί και καλύτερα. Τον πρώτο χρόνο δεν είχαμε καν νερό. Έτσι, προσπαθήσαμε να γίνουμε λίγο πιο «ενδιαφέροντες». Βασικά είναι δύο πράγματα που μας κράτησαν. Η αγάπη μας για το βιβλίο και η αγάπη μας για την Σαντορίνη.
Όταν φτάσαμε δεν ξέραμε κανέναν και τίποτα. Ευτυχώς μια από τους έξι που το ξεκινήσαμε ήταν η Μαρία Παπαγαπίου από Κύπρο η οποία μίλαγε ελληνικά και μας έσωσε. Φυσικά η Μαρία είναι και ο λόγος που αρχικά κανένας μας δεν έμαθε ελληνικά γιατί εκείνη έκανε όλες τις απαραίτητες στα ελληνικά συνεννοήσεις. Οι άνθρωποι εδώ μας αγκάλιασαν με πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Μερικοί απ’ τους Οιάτες ήταν πάρα πολύ γενναιόδωροι μαζί μας από την πρώτη κιόλας στιγμή. Μας βοήθησαν πάρα πολύ και σε καμία περίπτωση δεν θα τα είχαμε καταφέρει χωρίς τη βοήθειά τους. Μας έδειξαν τα κατατόπια, μας βοήθησαν με τα κτίρια, μας έφεραν πράγματα. Υπήρξε και μια πολύ μικρή μειονότητα ανθρώπων που έλεγε ποιοι είναι αυτοί οι Αμερικάνοι και τι στο καλό κάνουν στο νησί μου. Και υπήρξαν και κάποιοι που είπαν ότι αυτός ο τύπος είναι εμφανώς Εβραίος και Αμερικάνος και είναι ξεκάθαρα πράκτορας της CIA. Αυτό προσωπικά το βρίσκω πάρα πολύ αστείο (γέλια). Όμως ξεκάθαρα η πλειοψηφία των ντόπιων μας δέχτηκε και μας υποστήριξε. Ούτε μια μέρα δεν θα αντέχαμε χωρίς αυτούς, είμαστε πραγματικά ευγνώμονες.
Σήμερα δεν συνεχίζουμε και οι έξι που αρχίσαμε. Τότε ήμασταν 23 χρονών και ήταν τελείως διαφορετικά. Είχαμε χρόνο, ενέργεια και φυσικά δεν είχαμε και ευθύνες. Τώρα οι περισσότεροι από τους αρχικούς συντελεστές ζουν αλλού έχουν μια κανονική δουλειά, ένα σπίτι, παιδιά και οικογένεια. Οπότε είναι λογικό να μην μπορούν να έρθουν πίσω για να τρέξουν το Atlantis. Φέτος, ο Chris (παιδικός μου φίλος απ’ το Μέμφις) και η Μαρία ήρθαν πίσω και παντρεύτηκαν στην ταράτσα του Atlantis στα γενέθλια των 10 μας χρόνων. Ζούνε όμως στην Καλιφόρνια είναι και οι δύο καθηγητές και δεν είναι εύκολο να έρχονται εδώ και να δουλεύουν στο μαγαζί.
Εγώ προσπαθώ να περνάω το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου εδώ. Τουλάχιστον σίγουρα κατά την διάρκεια της τουριστικής σεζόν. Φυσικά δεν είμαι μόνος μου εδώ. Οι άνθρωποι που δουλεύουν στο Atlantis είναι όλοι φίλοι φίλων. Να ας πούμε η Juliet που είναι εδώ τώρα είναι αδερφή του Will ενός από τους αρχικούς έξι. Αν κοιτάξεις το ταβάνι αυτά είναι τα ονόματα όλων όσων έχον έρθει εδώ για να δουλέψουν και να μας βοηθήσουν με κάθε τρόπο. Είναι το δίκτυο μας. Υπάρχουν και άνθρωποι που μας στέλνουν γράμματα και εκδηλώνουν το ενδιαφέρον τους να έρθουν να δουλέψουν για μας και να μας βοηθήσουν.
Η αλήθεια είναι ότι η πλειονότητα των βιβλίων μας είναι ξενόγλωσσα. Πρέπει και εμείς να προσαρμοστούμε με την επισκεψιμότητα ανθρώπων στην Οία απ’ όλο τον κόσμο. Αυτό δεν είναι μια έλλειψη σεβασμού απέναντι στους Έλληνες γιατί ορισμένοι μπαίνουν μέσα στο μαγαζί και δείχνουν να προσβάλλονται που μόνο αυτή η γωνία έχει βιβλία στα ελληνικά. Αλλά το 90% των ανθρώπων που επισκέπτονται δεν είναι από την Ελλάδα και ενδεχομένως αυτό να είναι και κάτι που έχει να κάνει με την κρίση και τα οικονομικά των Ελλήνων. Γενικά, προσπαθούμε να έχουμε μια αξιοπρεπή βιβλιοθήκη σε ορισμένες βασικές γλώσσες: Γαλλικά, Γερμανικά, Αγγλικά, Ιταλικά και Ισπανικά. Έχουμε λίγα βιβλία στα Ρώσικα και λίγα στα Κινέζικα που είναι πολύ δύσκολο να τα βρεις. Γενικά είναι πολύ δύσκολο να φέρουμε τα βιβλία εδώ. Εκτός σεζόν γίνομαι κάτι σαν κυνηγός βιβλίων. Λονδίνο, Παρίσι, Μαδρίτη, Αμερική, βιβλιοθήκες απ’ όλο τον κόσμο. Τα μαζεύω όλα και τα στέλνω με πλοίο απ’ την Μπολόνια. Και μέσα στο καλοκαίρι αφιερώνω περίπου 2 ώρες την μέρα για να φροντίζω να παραγγέλνω βιβλία που μου φεύγουν.
Βιβλία που μου αρέσουν; Θα προσπαθήσω να σου πω στην φάση που είμαι τώρα. Το The Waves της Virginia Woolf, το the Sheltering Sky του Paul Bowles είναι ένα εκπληκτικό βιβλίο. Επίσης το East of Eden του John Steinbeck που είναι και το βιβλίο που διάβαζα όταν ήρθα εδώ και το Bonjour Tristesse του Francoise Sagan. Από ελληνική λογοτεχνία; Πιστεύω καταρχήν ότι χάνω πολλά που δεν μπορώ να τα διαβάσω στα ελληνικά αλλά μου αρέσει πολύ ο Νίκος Καζαντζάκης και συγκεκριμένα Ο Τελευταίος Πειρασμός και λατρεύω τα διηγήματα του Πάνου Καρνέζη και φυσικά Αριστοφάνη.
Κείμενο και φωτογραφίες: Κωστής Πιερίδης (edit: Θανάσης Καρατζάς)