Το σπίτι είχε θόρυβο. Δεν είναι μόνο ότι είχε χτιστεί πάνω στο δρόμο, ή ότι ένας δρόμος έτυχε να περάσει από μπροστά του, αλλά πολύ περισσότερο ότι αυτός ο δρόμος αποτελούσε την διακρίβωση της μεταμοντερνας φαλλικής πομπής. Ο Κ. όμως, ιδιοκτήτης και κάτοικος του σπιτιού, αντάλλασε τον θόρυβο με τις αναμνήσεις του στο οίκημα και τα περίπου 100 πεύκα που βρίσκονταν απέναντι.
“Είμαι μέσα στο οξυγόνο” συνήθιζε να λέει, ελπίζοντας πως κάποια μέρα θα το πιστέψει, ή τέλος πάντων έμοιαζε να το πιστεύει όταν τύχαινε η πλειονότητα των διερχομένων τετράτροχων να μην είχε λαδώσει για κάρτα καυσαεριών. Είναι λίγο οξύμωρο, ακόμη και για έναν φανατικό τοπικιστική όπως ο Κ, να απομακρύνεσαι περί τα 200 χλμ από ένα αστικό κέντρο για να παντρεύεσαι εν τέλει, θόρυβο και καυσαέριο. Ο Κ όμως είχε εγκαταστήσει την δική του λογική μέσα στο ευρέως παράλογο. Είχε ουσιαστικά παντρευτεί την ματαιότητα της ανυπαρξίας του. Όλα τα άλλα, θόρυβοι, καυσαέρια, ένα ακριβό σούπερ μάρκετ, συμπλήρωναν ευλαβικά (ορισμένες φορές και διακριτικά) το μοτίβο της ανακυκλούμενης μιζέριας του.
Ο Κ βέβαια το απολάμβανε. Ή τουλάχιστον αυτό ήταν κάτι παραπάνω από προφανές για όλους όσους τον συναναστρέφονταν καθημερινά. Μέσα σε μια ακόμη παράσταση συμβιβασμού, η εικόνα των άλλων για εκείνον (και την φαμίλια του) ήταν ο ακρογωνιαίος λίθος των πρέπει του. Πιο πολλά και από τα αυτοκίνητα που πέρναγαν από το σπίτι του. Έτσι ο Κ, πίσω από το ομιχλώδες καυσαέριο που επιδεικτικά αγνοούσε, έκρυβε τον δικό του Καιάδα. Η βιτρίνα είχε απ’ όλα. Σύζυγο, οικογένεια, παιδιά, λεφτά, σκυλιά, κυριακάτικα κοκκινιστά, ηθική και μια συμπαγή συντηρητική παράδοση. Καλές σχέσεις με τους γείτονες, κληρονομικά με κάτι ξαδέλφια για περίπου 3 πορτοκαλοφυτεμένα στρέμματα, εκκλησία, νηστεία, σημαία στις 28/10 και 25/03, χαρταετό και λαγάνα και εμπριμέ λαμπάδα.
Η γυναίκα του, μια δυναμική και γαλήνια περσόνα, δεν μπορούσε να σταματήσει να κλαίει με λυγμούς (ιδιαίτερα μπροστά στην παρουσία συγγενών απ την μεριά του Κ) 3 μέρες μετά την εξαφάνισή του. Τα καμάρια του (τουλάχιστον το αγόρι) συντετριμμένα είχαν μόλις βιώσει την πρώτη (αναπάντεχη) εσωτερική αποκαθήλωση του ακλόνητου προτύπου τους. Ήξεραν καλά ότι ο Κ τους είχε παρατήσει. Τοπική αστυνομία, άρχοντες (εκ του Αλή Μπαμπά) και ο ενορίτης ο Μέγας είχαν ήδη κινητοποιήσει λυτούς και δεμένους για τον εντοπισμό του. Αυτό που όλοι ήθελαν να προβάλουν ως μυστήριο, σε τοπικά κανάλια και ένστολους κονδυλοφόρους ήξεραν πως ήταν η ελευθεριακή φυγή ενός φυλακισμένου.
Στα πευκάκια μπροστά απ’ το σπίτι του δεν βρέθηκε κανένα ίχνος του εξαφανισθέντος. Τα δέντρα είχαν από καιρό απαρνηθεί την φιγούρα του Κ, αναγνωρίζοντάς τη ως κάτι το αλλότινο. Η θάλασσα, πάντα παρούσα και παρατηρητική αρνήθηκε με τη σειρά της να δώσει την οποιαδήποτε πληροφορία σε αυτούς που τσαλαπάτησαν το φόρεμά της με τόνους τσιμέντου. Τα ζώα απόρησαν με την επιμονή των ανθρώπων να ψάξουν κάτι που ήταν τόσο εξόφθαλμο. Να εξαγνίζουν την σωτηρία του Κ αγνοώντας επιδεικτικά την ουσία της φυγής του.
Κι όμως ο Κ βρισκόταν εκεί. Ανάμεσά τους. Σε μια στιγμή κινηματογραφικής τραγωδίας όπου η οικογένεια ήταν έτοιμη να αποδεχθεί την απώλεια της σημαίας και κολώνας της ο Κ στάθηκε στο προσκέφαλο του σπιτιού του και τους κοίταξε όλους έναν προς ένα. “Με πήραν τα καυσαέρια”. Αγκαλίες, φιλιά, ανακούφιση, μακαρόνια με κιμά και τόλμη και γοητεία. Κανείς δεν κατάλαβε γιατί την επόμενη μέρα, σιωπηλός και κάπως απόμακρος βάλθηκε να ξηλώσει τα κάγκελα που είχε βάλει στα τζάμια. “Τουλάχιστον ας είναι, αλλά ας μην δείχνει κιόλας”.