Εκείνο το τρένο

Πέρασε τον έλεγχο των αποσκευών. Από τα παράθυρα ξημέρωνε. Αυτό σκέφτηκε ίσως να είναι το πιο ωραίο χαρακτηριστικό των Σπάτων -ο μέγας Ανατολικός προσανατολισμός με τις μεγάλες τζαμαρίες στις εξόδους των πτήσεων-. Εκεί που αμείλικτος βγαίνει ο Θεός των θεών και κάθε μέρα απευθύνει χαιρετισμό στη σταθερά ενός εντελώς άναρχου σύμπαντος. Στις μεγάλες τηλεοράσεις των καφετεριών το είδε. Μεγάλα γράμματα, λεζάντες. Δυστύχημα. Εικόνες από δύο τρένα που μπλέχτηκαν, σε μια άμορφη μάζα σιδερικών. Σε αναμονή επιβίβασης, να χαζεύεις μια διαδρομή μέσου μαζικής μεταφοράς που δεν πήγε καθόλου καλά. Και παρότι η τηλεόραση δεν είχε ήχο, παρότι οι λεζάντες δείλιασαν να το πουν, παρότι ο ήλιος τράνταζε την σκηνή, όλοι είχαν καταλάβει. Τα μάτια σου βουρκώνουν, όταν βουρκώνουν τα μάτια του διπλάνου σου. Όταν καταλαβαίνεις, τι έχει συμβεί.

Ο Δ είναι απ’ αυτού που όλοι λίγο πολύ βρίζουν. Ύφος, γνωστικός εξπρεσιονισμός, μια δόση ναρκισσισμού και κυρίως μια πρέζα υποτίμησης της κοινωνίας. Για την ηλικία του εξαιρετικά ενεργός στα social media -κατά κανόνα στο Facebook ως γνήσιος boomer. Καλή ζωή, καλό φαγητό, ακριβά κρασιά, κολαριστά πουκάμισα, bmw μηχανή. Και ορθόδοξος συντηρητισμός. Συγκαταβατικές σχέσεις, ιεραρχία, πατερναλισμός που κρύβεται πίσω από φωτογραφίες από μιρεπουά και fine dine, ρηχά πολιτικά σχόλια, κριντζ ποστάκια που στοχεύουν να γίνουν viral αλλά ποτέ δεν το καταφέρνουν (φταίνει οι άλλοι που δεν τον καταλαβαίνουν). Εδώ και πέντε μέρες, ξανάρχισε να αγκαλιάζει τα παιδιά του. Φοιτητές, ή τέλος πάντων κάτι τέτοιο, γιατί ο Δ τα μπόλιασε στην εντροπιά του ατομικισμού και ακόμα και η σπουδαστική τους ταυτότητα αντανακλώνταν εκτός φοιτητικού κόσμου, εκτός των συλλογικοτήτων. Είχαν πάει μια εκδρομή για τις απόκριες, μα γύρισαν νωρίς, το μεσημέρι της Καθαράς Δευτέρας. Ναι είχαν μπει σε ένα ανάλογο τρένο. Σ’ ένα τρένο που έφτασε. “Σχεδόν όλα τα τρένα φτάνουν”, έλεγε ο Δ. από μέσα του, στην πρωινή κίνηση της Τετάρτης. Και μόνο το γεγονός ότι σκέφτηκε τα παιδιά του, στο intercity 62, του έφτασε. Να πάψει να είναι μαλάκας, έστω για μια μέρα. Να γυρίσει στο να είναι πατέρας. Να θυμηθεί τη ζωή που δεν έζησε, ζώντας.

Η Λ. έχει ένα λευκό ζευγάρι ακουστικά, νομίζω είναι JBL. Τα έχει λιώσει, η μπαταρία βαστάσει σκάρτο δίωρο. Γυρνάει στη φίλη της και της λέει “μόνο τα λεφτά που δίνω στο spotify δεν κλαίω”. Σταθμός Λαρίσης, ώρα 19:45 με κρύο και ανακοινώσεις καθυστερήσεων. Ήδη μετά από μια κουραστική διαδρομή με ΚΤΕΛ από Πάτρα. Δυό γουλιές νερό να κατουρηθεί και το τελευταίο “συνάχι”, από το μισάωρο της καλής διάθεσης που κάνει θραύση, για να την διαδεχτεί η θλίψη. “Έχω πονοκέφαλο, τι ώρα θα ρθει το κωλο τρένο ρε γαμώτο; Και αύριο ποιος ξυπνάει για εργαστήριο μου λες;” Η φίλη δεν απαντάει, έχει χαθεί στη δική της αποχαύνωση των ακουστικών, ενώ σκρολάρει στο ίνστα, χαζεύοντας τα ηλίθια μηνύματα που αντάλλαξε με τον πρώην της ή νυν της, ή τι σημασία εν τέλει έχει. Μπαίνουν στο βαγόνι δύο. Χαιρετιούνται -χωρίς να ανταλλάξουν κουβέντα- με γνωστούς και γνωστές που κάθονται κοντά. Κοιμούνται μέχρι το λιανοκλάδι. Στην Λάρισα ξεπιάνονται και πηγαίνουν στο κυλικείο. Γυρνάνε στις θέσεις τους. Κοιτάνε το κινητό τους, το ταξίδι τους έχει φανεί αιώνιο. “Νομίζω έχω δέκατα” λέει η μια και άλλη απαντάει “και γω ρε μαλάκα, σίγουρα”. Στο βαγόνι δύο. “Ωραία πάντως ήταν, είχες δίκιο να πάμε”. “Ρε φίλε θα τελειώσουμε τη φοιτητική μας ζωή και δεν θα είχαμε πάει μια Πάτρα με την κωλοπανδημία. Έπρεπε. θα πάμε και του χρόνου. Μεγαλύτερη παρέα”. Τι οικειότητα μπορεί να κρύβουν δύο φίλες που κοιτιούνται στα μάτια. Πόσο πολύ μπορεί να νιώθει η μία την άλλη; Πόση σύνδεση μπορεί να κρύβει η νεανική φιλία; Το τρένο βγαίνει από ένα τούνελ. Για κάποιο λόγο η σκηνή κρύβει μια παράφορη ευτυχία. Για κάποιο λόγο είναι λες και η σκηνή μεταφέρεται στο άπειρο. Στην λάμψη που ήρθε ξαφνικά, πριν τους εκκωφαντικούς ήχους. Την ώρα που χαμογελούσε η μια στην άλλη. Την ώρα που ένιωσαν την αγάπη.

Χαϊδεύει το κεφάλι του Μαλινουά, που τον λέει Σπύρο. Μέχρι και το σκυλί είναι κατάκοπο. Δεν μπορεί να υπολογίσει, αλλά πρέπει να είναι πάνω από 30 ώρες όρθιος. Μπλε στολή, κράνος, φακός, ειδικός εξοπλισμός. Οι πρώτες ώρες πέρασαν γρήγορα. Σ΄εκείνες τις ώρες έβγαζε κάτω απ τις λαμαρίνες ζωντανούς. Ή έστω σάρκες που ήταν ακόμα ζεστές και έψαχνε να βρει εκείνο το φως στα βλέμματα. Μετά έμεινε η παγωνιά. Πριν από μερικές μέρες στην Τουρκία απεγκλώβιζε κάτω από τα τσιμέντα. Εκεί όμως βρίσκανε ζωή αρκετές μέρες μετά το κακό. Και ίσως αυτό και μόνο αυτό να τον έκανε να συνεχίζει με την ίδια ελπίδα. Να ψάχνει. Να κοιτάει τον σκύλο, που τεντώνει τη ράχη. Να σηκώνει σίδερα. Να είναι σίγουρος ότι ακούει φωνές, ήχους, κλάματα, “βοήθεια”. Να είναι σίγουρος ότι κάποιον θα βρει. Ότι θα ξεχάσει, ότι θα προκύψει μια παρήγορη τελευταία εικόνα. Έστω μια.

“Κάτω το κεφάλι”. Κάνει δηλώσεις. “Να δείχνεις στεναχωρημένος, όχι ματιές απευθείας στις κάμερες”. Τα λόγια είναι ίδια, σε κάθε αντίστοιχη στιγμή. Κανένα αίμα δεν έχει στεγνώσει, όταν πάνω από τα πτώματα χορεύουν τα όρνεα. Ο Κ βλέποντας τη σκηνή θυμήθηκε ένα ντοκιμαντέρ που είδε παλιά για τον μεγάλο ασπροκέφαλο γύπα, τον trigonoceps occipitalis. Δεν του είχε κάνει καθόλου εντύπωση ότι τρέφεται κυρίως από κουφάρια, ότι έχει μια απίστευτη αίσθηση να αναγνωρίζει από μακρία τον θάνατο. Ότι πρακτικά επιτελεί ένα έργο, αυτό της αιώνας ανακύκλωσης. Ότι καθαρίζει έναν βιότοπο. Αυτό που δεν θα ξεχάσει είναι την ησυχία του τοπίου, όταν αυτό το ζώο φτάνει στον τόπο του φαγητού του. Ναι, εδώ ο μεγάλος σκηνοθέτης της ζωής, ξέρει πολύ καλά τι έχει κάνει. Ο,τιδήποτε ζωντανό υπάρχει, λουφάζει, απομακρύνεται, ξεμακραίνει, ενώ ξέρει ότι το αρπακτικό δεν έρχεται για αυτόν. Και όμως δείχνει την δυσφορία του. Όχι κάτι τέτοιο δεν συνέβη τι στιγμή του μοιραίου, τη στιγμή του θανάτου. Συμβαίνει όταν έρχεται το ζώο που επιβουλεύεται τον θάνατο. Και η ελπίδα του Κ, κούρνιασε σε μια μονάχα ερώτηση: “και τι συμβαίνει όταν πεθαίνει ο γύπας;”
“Είμαστε, έτοιμοι, σε 4.3.2.1 βγαίνεις αέρα. Να φαίνεσαι λυπημένος, δεν θα δεχθείς καμία απολύτως ερώτηση”.

Ο Π έχει σαστήσει. Είναι πραγματικά στεναχωρημένος. Δεν προσποιείται. Εξαφανίζεται. Ακόμα και στην καθημερινή του διαδρομή για τη δουλειά, διαλέγει καινούργιο δρόμο. Δεν θέλει να συναντηθεί με κανέναν. Δεν θέλει να συζητήσει για το τρένο. Νιώθει για κάποιο λόγο ενοχές. Ίσως γιατί στο προηγούμενο μεγάλο δυστύχημα στη χώρα, πήρε θέση. Επένδυσε. Πολύγραφος στα social media, μαζί με δύο ραδιοφωνικές παρεμβάσεις και ένα άρθρο. Καθόρισε. Επηρέασε. Αισθάνθηκε ότι έπαιξε σημαντικό ρόλο στο να αποχωρήσει από τη διοίκηση του κράτους μια κακή διακυβέρνηση. Και κυρίως μια αριστερή διακυβέρνηση. Α ναι ο Π έχει αλλάξει. Δεν είναι πια ο φοιτητής που ήταν. Αυτοπροσδιορίζεται ως φιλελέυθερος, παρότι κρυφά αγαπάει και τον αυταρχισμό. Και βασικά μισεί την αριστερά, προσπαθώντας να την αναγάγει ως υπεύθυνη για κάθε κακό, για κάθε αποτυχία. Σ’ αυτή λοιπόν, την τραγική στιγμή, παρότι το συναίσθημά του εκφράζεται ανθρώπινα, δεν βλέπει κυβερνητικά λάθη. Η σοβαρότητα. Αγαπάει την σοβαρότητα. Του άρεσε το διάγγελμα. Πολύ περισσότερο η ανάρτηση της συγγνώμης. “Και εμπάς η περιπτώση ατυχήματα συμβαίνουν -ειδικά αν φταίει ένας ανίκανος σταθμάρχης- και οι εκλογές πρέπει να μετατεθούν, και δεν πρέπει να χάσουμε, γιατί θα έρθουν ξανά οι άλλοι που κάψανε τον κόσμο στο Μάτι. Γιατί να συμβεί αυτό το κακό, τόσο κοντά στην κάλπη”. Να γιατί κρύβεται. Η πολιτική είναι γεμάτη κρυψώνες. Αλλά εκεί, όταν νομίζει ότι δεν τον βλέπει ούτε ο ίδιος του ο εαυτός, ο Π ξέρει. Βάζει αυτές τις σκέψεις σε τάξεις και συνεχίζει. Κάθε μέρα από καινούργιο δρόμο. Με το κεφάλι χαμηλά, εκτός αν συναντήσει ομοίους.

“Μα η απεργία ήταν ειρηνική, ήταν γεμάτη παιδιά”. “Θυμάσαι εσύ, μετά το Μάτι να γίνονται απεργίες και τέτοια; Αφορμή ψάχνουν”. “Όσοι φοιτητές δεν ήταν στο τρένο, έφαγαν σήμερα ξύλο και δακρυγόνα”. “Τα πλούτη τους, οι νεκροί μας”. Σχάση, σαν το άτομο που περιστρέφεται και κόβεται σε δύο ίσα μέρη. Ένταση. Μίσος, οι δύο πλατείες, οι πάνω και οι κάτω και ανάμεσα οι ένστολοι δολοφόνοι, που ξαμολιόνται στο πιο βαθύ σκοτάδι. Στην πορεία ήταν η μητέρα του Ιάσονα, που δολοφονήθηκε από αμέλεια οδηγού βουλευτικού αυτοκινήτου με τον δολοφόνο να πέφτει στα μαλακά. Δεν την είδα, αλλά είμαι σίγουρος ότι κάπου θα γύρναγε η Μάγδα. Ο μπαμπάς του Μάγγου επίσης. Δεν τους είδα, αλλά στην πορεία θα ήταν σίγουρα ο Ζακ· ο Βαγγέλης Γιακουμάκης· η Ελένη Τοπαλούδη. Δεν τους είδα αλλά τους ένιωσα. Όπως ένιωσα τα παιδιά απ’ το τρένο. Να γράφουν στο μέσεντζερ “μαμά έφτασα”. Να γελάνε από κάποιο συννεφάκι κοιτώντας τους μαθητές όλων των σχολείων να γράφουν με τις σάκες τους (μ’ αρέσει πολύ αυτή η λέξη) όλα όσα η ελίτ αρνείται. Οι λέξεις είναι καρφιά. “Έγκλημα”. “Τέμπη”. “Δολοφονία”. “Ήταν η κακιά η (χ)ώρα”. Στην κοιλάδα των Τεμπών, τον φόβο των μηχανοδηγών, άλλη μια κρατική δολοφονία. Σε είδα ξανά σε πορεία. Σε είδα να λες απεργία. Σε είδα να φωνάζεις “δεν χρειάζεται βία”. Βία είναι το “56+57”. Βία είναι το συγγνώμη και μετά χημικά. Βία είναι η παραίτηση και μετά η εκ νέου υποψηφιότητα. Βία είναι το να κανονίζεις να πηγαίνεις σε εγκαίνια ενός συστήματος τηλε-διαχείρισης που θα απέτρεπε το δυστύχημα και δεν δουλεύει ενώ οι φορολογούμενοι το πληρώνουν 20 χρόνια τώρα. Βία είναι το βύσμα του σταθμάρχη και μετά η σταύρωση του τελευταίου τροχού της αμάξης. Βία είναι να μιλάνε οι δημοσιογράφοι για θυσίες. Βία είναι να σου λένε δεν θα πάρεις φέρετρο. Μην το ανοίξεις. Βία είναι η λήθη. Βία είναι η σύμβαση που αναφέρει ότι η εταιρεία δεν θα αποζημιώσει αν θέλει σε περίπτωση πολύνεκρου ατυχήματος. Βία είναι οι απαντήσεις στις επίκαιρες στη Βουλή εδώ και 4 χρόνια για την ασφάλεια στις διαδρομές των τρένων. Βία είναι ο νόμος των παράνομων απεργιών. Βία είναι να συγκρίνεις δυστυχίες και νεκρούς. Βία είναι η τυμβωρυχία. Βία είναι τα άδεια έδρανα των συναδέλφων μας στα πανεπιστήμια. Αυτά είναι βία. Βία είναι το κράτος, σε κάθε του ανάσα, σε κάθε σπαραγμό, σε κάθε δευτερόλεπτο ύπαρξής του.

Αυτή η χώρα είναι ένα τρένο. Οι σχεδόν 6 στους 10 πολίτες αυτής της χώρας ζούνε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Αυτές οι πόλεις ενώνονται μ΄ένα τρενάκι. Η διαδρομή ενώνει τον βορρά με το νότο, ή άλλες φορές το μπροστά με το πίσω, το παλιό με το νέο. Την παλιά Ελλάδα με την Ευρώπη. Τον κοσμοπολιτισμό της εβραϊκής Μοδιάνο (και αυτούς σε τρένα τους έβαλαν κάποτε) με το κέντρο της αστοχωρικής (πελοποννησιακής) Αθήνας. Το κέντρο με την περιφέρεια. Τις κοινότητες που διαφεύγουν (οι φοιτητικές οάσεις της Θεσσαλονίκης), η εμπορική δύναμη της Αθήνας, το μεγάλο λιμάνι του Πειραιά (που ακόμα κοιτάει τις Συρακούσες), τα 2-3 σημεία που αποκομμένα δεν θυμίζουν Βαλκάνια ή βαθειά ανατολή και ταυτόχρονα σχεδόν αντιθετικά τα καφενεία, τα παλιά κουρεία, τα υπόγεια μπιλιαρδάδικα. Βαγόνια πρώτης θέσης -κουπέ- με έξι καρέκλες, θειάδες που σε κερνάνε κέικ -νηστίσιμο παρακαλώ- και κάνουν σε κάθε σταθμό το σταυρό τους, και αποσβωλομένους αμερικάνους τουρίστες που δεν ξέρουν που βρίσκονται και γιατί δεν πήραν αεροπλάνο. Στα πίσω βαγόνια τα νιάτα και τα φτωχαδάκια. Πάντα 2-3 φαντάροι. Φλερτάκι και παράνομο τσιγάρο στο ενδιάμεσο με τον ελεγκτή να κοιτάει τα πάσο και να ρίχνει άγρια βλέμματα. Όλα αυτά πιο ακραία στο βραδινό. Στα παλιά ελεφαντάκια, με τους στρατιώτες και τους ρομά. Μυρωδιά από νιάτα, μυρωδιά από ζωή. Στη μέση το κυλικείο. Με το πιο ληγμένο φαγητό του κόσμου και τον χειρότερο καφέ. Πάντα με αυτόν τον τύπο που δουλεύει σε πωλήσεις και φοράει glou μωβ γραβάτες, βάζει τον βρώμικο lenovo του στην πρίζα και δουλεύει και σε κοιτάει περίεργα οπώς περνάς δίπλα του, τη στιγμή που πας να πέσεις και να χύσεις τον υπερκαυτό τσάι σου πάνω του. Αυτό το αποκρουστικό είναι η οικειότητα του σιδηρόδρομου. Και αυτή την οικειότητα -μια ακόμα οικειότητα που θα έπρεπε να σημαίνει ασφάλεια- τη γαμήσαμε πατόκορφα. Όλοι μας έχουμε μπει σε αυτό το τρένο. Και όλοι μας σκεφτήκαμε το μοιραίο intercity 62. Όχι γιατί “θα μπορούσαμε να είμασταν σε αυτό”, αλλά γιατί κομμάτι μας ένιωσε να βρίσκεται εκεί πραγματικά. Ανάμεσα στα αδέρφια μας που τα κατάπιε μια ακόμα αδικία.

Thief in the night
Tell the truth
White lives
Spreading lies

You should be ashamed
The bloodshed on your hands
Another man

Take off your badge
We all know it was murder
Murder, murder
Murder

We are dying, it’s the reason we are crying
We are crying

Γέννημα – θρέμμα Νεοσμυρνιώτης και Πανιώνιος, παιδί των 1980s, έφηβος των 1990s και ενήλικος του «ακόμα παίζεται», ως συνεπής Millennial. Το πρωί ντύνομαι καθηγητής πολιτικής επιστήμης στο Πανεπιστήμιο, τα μεσημέρια πατέρας και τα βράδια νοσταλγώ το μέλλον, που συνήθως έρχεται με την ορμή ενός κύματος. Άλλωστε στην κορφή ενός κύματος γνωρίστηκα με τον εαυτό μου, στο Λονδίνο έμαθα να βγάζω το ψωμί μου, στη Βαρκελώνη θυμήθηκα να ονειρεύομαι, στην Αβάνα εκτίμησα την υγρασία, στο Κάιρο βρήκα τους παππούδες μου και στη Νέα Σμύρνη επιστρέφω πάντα.

Be first to comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.