...

    Ένα αντίο, μια εξέγερση και τρεις ιστορίες μετά

    Πως ακριβώς μπορείς να πεις αντίο; Τι θα πει αντίο; “Υπομονή, θα περάσει” σου ψιθυρίζει στο αυτί μια θειά, που την είχες δει τελευταία φορά, σε αντίστοιχη περίσταση πριν αρκετά χρόνια. Τότε σου είχε πει “πάχυνες, είδες τι συμβαίνει άμα κάνεις οικογένεια”. Ένα μπεγλέρι στην τσέπη του, μια ζωγραφιά με χρώματα, ένα πακέτο τσιγάρα. Τον αγκάλιασα πριν τις τελευταίες του ανάσες. Ένα φιλί, το τελευταίο “σ’ αγαπώ”, το αιώνιο “σ’ ευχαριστώ για όλα”· και αυτά τα όλα του, ήταν τόσα πολλά, τόσο σπουδαία, τόσο ανεκτίμητα. “Να θυμάσαι κάπου κάπου να χάνεις στο σκάκι όταν παίζεις με την μικρή· να ψαρεύεις κάνα απόγευμα καλαμάρια. να βγάζεις βόλτα τη μάγια, να πας τη μάνα σου κάνα θέατρο”. Θα μου φαίνεται σαν ψέμα. Δεν θα μπορέσω ποτέ να σε αποχωριστώ. Στ’ αλήθεια πιστεύω πως κάπου, με κάποιο τρόπο θα διαβάσεις αυτές τις γραμμές και θα με πάρεις τηλέφωνο. Κάθε μέρα βρίσκω τον τρόπο να επικοινωνήσω μαζί σου. Ίσως αποτρελαίνομαι, αλλά μάλλον είναι που έχεις φροντίσει να μετακομίσεις μέσα μας. Σαν πεμπτουσιωτής· σαν να το σκαρφιζόμασταν από καιρό. Ένα δικό σου μηχανικό τρόπο να ξεγελάσουμε τον θάνατο. Εγώ λέω πως δουλεύει. Ξέρω κουνάς το κεφάλι και το αρνείσαι. Ήσουν πάντα πρακτικός. Πάντα μας γείωνες στην πραγματικότητα. Αλλά αυτή την φορά έχεις άδικο. Θα φροντίσουμε να είσαι εδώ. Όσο γίνεται. Πήρα ένα μάνγκο από την Αίγυπτο και το φύτεψα. Ρίξτου καμία ματιά.

    Περίεργο εκείνο το Σάββατο, με πολλές αναμνήσεις. Πολύς κόσμος από το πρωί στα Εξάρχεια. Μια πόλη σε ύπνωση. Μια πόλη σε αναμονή, μιας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Μια πόλη σε τέλμα. Εγώ να ξέρεις, δεν πιστεύω στις ενέργειες -με την μεταφυσική σύλληψη του επιμελώς ανεξήγητου-, αλλά εκείνη την ημέρα είχε μια ενέργεια ηλεκτρισμένη. Μια ανεξήγητη “μπονάτσα”, μια ησυχία που έκρυβε καταιγίδα. Το βράδυ άνηκε στους εορτάζοντες Νίκους στην αρχή και στη συνέχεια στην εκκωφαντική στριγκλιά του κράτους που οπλίζει τα χέρια των πιο πιστών υπηρετών του· στο αέναο σενάριο της αρχαίας τραγωδίας που θέλει την άνοιξη να προκύπτει από το πένθος του βαθύτερου σκοταδιού. Ο 15χρονος Αλέξης νεκρός, από σφαίρα. Ο Αλέξης ως κεντρικός ήρωας της τραγικής μας φύσης, της κρατικής τρομοκρατίας. Ο Αλέξης φωτεινός, όμορφος, νέος, ριζοσπάστης και μπερδεμένος, ονειροπόλος και μαγικός· βάζελος, μαθητής, γόνος της καλής Αθήνας· που “τι δουλειά είχε στα Εξάρχεια;”· ο Αλέξης, ένας μικρός αναρχικός, ο δικός μας μικρός μονομάχος. Το παλικάρι που ωραίο σαν μύθος θα γίνει στιχάκι, στένσιλ, ανάμνηση, αντάρα και όνειρα. Συντονιστικό μαθητών, ερωτήσεις χωρίς απάντηση· πορείες, καταλήψεις, το δίκαιο που πνίγει· τα Χριστούγεννα που έρχονται, η γιορτή που δεν ήρθε ποτέ, η γιορτή που δεν μπορεί να στηθεί ποτέ στην πλάτη ενός δολοφονημένου παιδιού. Καταλήψεις· εικονικές· γιατί “η πόλη μας ανήκει”. Λυρική, ασοεε, Πολυτεχνείο (φυσικά), Νομική· δημόσιοι χώροι σε όλες τις γειτονιές. Ριζοσπαστισμός και στις κερκίδες, οι οπαδοί που “ξυπνάνε”, αν και μεταξύ μας πάντα ξύπνιοι ήταν. Σήμερα, κανείς δεν θέλει να γιορτάσει. Θα ψάξει την γιορτή του στις σιωπές των άλλων. Στο θάνατο των νεκρών, στις μνήμες των αδιεξόδων, σε όσα δεν πρέπει να περάσουν στην λήθη. Θα συναντήσει στους δρόμους τους φίλους του. Κανένας Δεκέμβρης δεν τέλειωσε ποτέ. Καμία γιορτή δεν τελειώνει.

    “Κύριε είναι δυνατόν να μην σας αρέσουν τα Χριστούγεννα; Άρρωστος είστε;” Μάλλον έγινα και γω μεγαλώνοντας ένας κάποιος που δεν του αρέσουν όλες εκείνες οι συμβάσεις που έκαναν τη ζωή κάπως υποφερτή. Γράμματα στον Άγιο Βασίλη, καλέσματα, ρεβεγιόν, εκδηλώσεις στην πόλη, πάρτι. Μάλλον δεν κατάφερα να ενσωματωθώ ποτέ σ’ αυτή την κουλτούρα του κανονικού. Δεν ανοίγω την τηλεόραση· τρέχω όσο πιο μακριά μπορώ απ’ ότι γίνεται μαζικό, ή μαζικά αποδεκτό. Δεν μ’ αρέσει η κόκα κόλα. Ούτε τα φιλαράκια. Για φαντάσου; Εκκινώ από το όχι, σε ότι διαφημίζεται με όρους prime time στους διαδρόμους της κανονικότητας. Πτυχίο, γάμος, παιδιά· γιορτές· θεία κοινωνία· οκτάωρο· μπάτσελορ πάρτι· χάπια· μαντόνα, ως παναγία ή pop star· διαφημίσεις· αερόσολες. αποσμητικά χώρου· post-it στο ψυγείο· συνταγές χωρίς γλουτένη· πιλάτες και γιόγκα γυμναστηρίου. Καμιά φορά τους ζηλεύω. Είναι μεγάλη ευκολία το να μπορείς να μοιάσεις. Είναι ασφάλεια. Σιγουριά. Θυμάμαι έναν φίλο που και εμείς μοιάζουμε στο να ζητάμε μετά μανίας να αποχωριστούμε από τον “κορμό”, εθνικό ή πολιτισμικό· τον είχα μια μέρα ρωτήσει, “τι θα γίνει, έχουν νόημα όλα αυτά; αξίζει να προσπαθείς να αλλάξεις;”. “Τρελάθηκες ρε συ; Τι με ρωτάς; Πιστεύεις πως ξέρω; Ιδέα δεν έχω. Αλλά δεν μπορώ να κάνω κι αλλιώς. Μάλλον αυτό είναι το φυσικό. Να αμφισβητώ. Εγώ θέλω να είμαι το 1789 και ας κολλήσει το ρολόι στο 1788. το 1789. θα ρθει και η σειρά μας”.

    Η Ισιδώρα και η Φανή στην Αθήνα, μετά από σεζόν, στο κάτεργο της Σαντορίνης. Ο Θανάσης και ο Βασίλης, για δουλειές και βόλτα. Τα παιδιά που μεγάλωσαν. Φόβοι, ανησυχίες, όνειρα· ταλέντα και αναποδιές· ταξίμια και χακί αγγαρείες· ταμία με Ζ για τα αφεντικά, ρούχα για τις αμερικάνες που παρτάρουν· απομαγνητοφωνήσεις, μεταπτυχιακά και γνωριμίες. Μερικοί άνθρωποι -που δεν μπορούν να φύγουν απ’ τη ζωή μας ποτέ- στριμώχνουν στις βαλίτσες τους το μέγιστο δώρο της εξέλιξής τους και τη σύνδεσή τους με κάτι μικροσκοπικό που μια μέρα μπορεί να τους έμαθες ή να τους έδειξες. Δεν έχει να κάνει με μια γνώση τρίβιαλ. Δεν έχει καν να κάνει με γνώση. Είναι συναφές με την μετάδοση μιας αξίας· ενός βιώματος· μιας σκέψης, μιας αμφισβήτησης. Αυτιά ανοικτά, μυαλά συντονισμένα. Μαθητές που γίνονται δάσκαλοι. Μαθητές που λένε ευχαριστώ μέσα από την διαδρομή τους και την ανακάλυψη της δικής σου συμβολής, σε μια διασταύρωση· σ’ ένα αμελητέο και ασήμαντο φανάρι, που έτυχε να μπλέξουν τα φώτα μας. Και τι είναι εν τέλει τύχη; Μια ακόμη ανθρώπινη επινόηση που κάνει το συμπαντικό ακατανόητο να μοιάζει λιγότερο θολό. Είναι όμως θολό. Ευτυχώς.

    ΥΓ: Θανάση και Βασίλη χρωστάω ένα Κύμα

    Αυτές τις μέρες σκεφτόμουν τον Λεωνίδα για κάτι δικό μου που ετοιμάζω με ενθουσιασμό. Στην πυκνή περιγραφή του δικού μας μικρόκοσμου: “στον σύνδεσμο πάντως σε αυτή την περίοδο ζουν σε αρμονία, από την μια πλευρά η αντίφαση της εξύμνησης της χρήσης ουσιών αλλά και η παράλληλη κατακραυγή του εθισμού και των παρελκόμενων της χρήσης. Κομβικό ρόλο για την δεύτερη αυτή στάση, την απόρριψη της χρήσης -τουλάχιστον σε ότι αφορά τα σκληρά ναρκωτικά- διαδραματίζει η συμπεριφορά και το βίωμα μελών των συνδέσμου που είναι χρήστες. Από τη μια μεριά, υπάρχει η υπεράσπιση της χρήσης ως αυτοκαταστροφική επιλογή απέναντι σε μια σάπια και υποκριτική κοινωνία, η εμφατική παραδοχή του «αφού σας σοκάρει, ναι είμαστε πρεζάκηδες». Από την άλλη, το ανάχωμα, απέναντι ειδικά στα νεότερα μέλη: «μην κάνεις τις μαλακίες που έκανα εγώ. Πρέζα; Μείνε μακριά», όπως σημειώνει μέλος του κλαμπ εκείνης της περιόδου. Όλη αυτή η αντίφαση παίρνει την μορφή της σύνθεσης, με τη διαλεκτιτότητα της διαδικασίας να είναι εγχαραγμένη στο ημερολόγιο της οπαδικής ταυτότητας. Όπως αναφέρει μέλος του κλαμπ της περιόδου: «Σε ένα παιχνίδι στο κλειστό μπάσκετ απέναντι στην ΑΕΚ, υπάρχει έντονη αντίδραση απέναντι στις διαιτητικές αποφάσεις και γίνονται επεισόδια πίσω από την Γραμματεία του αγώνα. Τότε, μέλος του κλαμπ -χρήστης αλλά και με σημαντική ευαισθητοποίηση απέναντι στην χρήση ουσιών- πέταξε στον αγωνιστικό χώρο ένα σέο. Το γήπεδο σοκαρίστηκε. Ακούστηκε ένα μακρόσυρτο ωωω και μετά σιωπή. Δεν ήταν κατά τη γνώμη μου καθόλου τυχαία παρέμβαση, εξάλλου ο Λ.Κ, δεν έκανε τίποτα στην τύχη. Ναι ρε παλιόπουστες, είμαστε όλα όσα φοβάστε. Είμαστε πρεζάκηδες».

    Κάπου χάθηκα στο γράψιμο. Κάπως ξέχασα πόσο σημαντικό είναι το ημερολόγιο – ακόμη και στην σπανιότητα του πρώτου προσώπου. Ανάμεσα σε ό,τι καταπιάνομαι, πάντοτε γράφω, πάντοτε έχω κάτι να πω. Να είναι τάχα μου ο μήνας που γεννήθηκα και η θέση του ήλιου, το ζώδιο που επιτάσσει να μελετήσω ο μανιχαϊσμός της δυαδικής αντίληψης των πάντων και της ανάγκης να τακτοποιηθούν με βιάση όλα, είτε ως φως είτε ως σκοτάδι; Δεν έχω ιδέα. Το μόνο που ξέρω είναι ότι βρίσκω στο χαρτί ή στο πληκτρολόγιο ένα εξευγενισμένο και σπάνιο οξυγόνο. Πολλές φορές δεν χρειάζεται να βγει στην επιφάνεια. Άλλες ξεμακραίνει, με ξεχνάει, έχει και αυτό την ανάγκη να επικοινωνήσει. Σαν νεράκι που γλιστράει, τίποτα δεν μπορεί να το εμποδίσει. Τίποτα δεν μπορεί να το ανακόψει. Θα τα λέμε – ελπίζω συχνότερα- από την ανανεωμένη (με την βοήθεια του ζαφ) μπαλαλάικα· αυτή που ξεκίνησε ως απωθημένο, για να καταλήξει λιμάνι. Κάπως έτσι δεν γίνεται πάντα.

    Στον ποδοσφαιριστή με το νούμερο 17.

     

     

     

     

    ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ

    ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

    ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΑΡΘΡΑ

    ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ