Ο φίλος μου ο Γ έχει εξαφανιστεί. Την τελευταία φορά που μιλήσαμε έκανε όνειρα για την χώρα του. Αυτή που του έλειπε πάντα, όχι μόνο τα χρόνια που ζούσε μακριά της. Αυτή που όπως συνήθιζε κάπως χαριτωμένα να λέει «λεηλατήθηκε από τα νόθα της αποικιοκρατικής λογικής, τους ιθαγενείς τσιφλικάδες που δεν έφυγαν ποτέ απ’ αυτόν τον τόπο». Σήμερα τον ψάχνουν οι σύντροφοι του. Βασικά εκείνος τους ψάχνει κι ας ξέρει που να τους βρει. Δεν θέλει να τους δει. Και χάνεται όπως κάνει κάθε λυπημένος αξιοπρεπής. «Ίσως τα πούμε σε κάνα δρόμο. Ίσως να μας μείνει και κανένας δρόμος».
Todo es mentira en este mundo, todo es mentira la verdad. Κάπου ανάμεσα σε βιβλία, ξενύχτια, αποτσίγαρα και άλλα διάφορα τα τελευταία κάμποσα χρόνια. Τώρα πια κάνει δίαιτα. Είναι αυτή η ριμάδα η περιφέρεια. Και έχει και γκρίζα μαλλιά. Δεν αντέχει να παρκάρει στο κέντρο. Αλλά του αρέσει να περπατάει. Έχει πάντα και την μηχανή του μαζί. Αγοράζει ένα από εκείνα τα τσιγάρα τα παλιά, που μένουν στο σάλιο και καίνε. Περπατάει και καμιά φορά φωτογραφίζει τον κόσμο. Ψάχνει να βρει κάτι που έχασε. Κάτι που του πήρα ο χρόνος. Φυσικά δεν σταματάει να μιλάει με όσα πριν χρόνια του φαινόντουσαν τσιτάτα.
Με μια μικροσκοπική υπογραφή ανάμεσα στα δάχτυλα. Αμαρέτο με πάγο και μια φέτα πορτοκάλι. Κάτι ξινό ή πικρό ή και τα δύο. 15 χρόνια τα ίδια τσιγάρα. Βλέμμα αποστροφής. Στρατηγική και δικτύωση. Κάθεται στο μπαρ και κοιτάει ότι την έχει συγκινήσει σαν μακρινό και άγνωστο. Πληκτρολογεί κάτι σαν μήνυμα. Γρήγορα και βιαστικά. Μην τυχόν και την καταλάβουν. Αντιφατική. Αθώα και ένοχη. Όμορφη. Όχι πάντα. Όμως πάντα αδιάφορη. Ξεμακραίνοντας απ’ το κάθε τι ανθρώπινο, θα γίνει μια μέρα η κόρη που πάντα ονειρευόταν. Και ότι έζησε θα χει ξεγλιστρήσει σαν το χάιδεμα του αέρα στην πρωινή θάλασσα.
Ο Σ παραπατάει. Χρόνια τώρα, όμως τώρα το βλέπει και ο ίδιος. «Μετανιώνω ρε συ για πολλά». Ο χρόνος είναι μια ακόμα αποτυχημένη ανθρώπινη επινόηση. Και κυρίως οδυνηρή, γιατί μονίμως σε κάνει να κοιτάς προς τα πίσω. Τον κοιτάω να καταπίνει τα χάπια του. Αυτά που του κάνουν το βλέμμα να αδειάζει και του επιτρέπουν ακόμα να αναπνέει. Η πλάκα είναι ότι ο Σ θα συνεχίσει. Και οι γύρω του θα δυσκολευτούν πολύ περισσότερο. Γιατί είναι τρελή μεταβλητή ο άνθρωπος. Ανεξήγητη. Τις περισσότερες φορές ο πιο ευάλωτος την γλιτώνει. Και οι δήθεν θωρακισμένοι γείτονές του τσακίζονται από παράπλευρα και ανυπολόγιστα σκάγια. Αλλά, ναι. Ο Σ θα συνεχίσει να προχωράει. Ξέρει καλά να το κάνει αυτό. Γιατί πολύ απλά δεν διαλέγει κατεύθυνση. Βγαίνει έξω και φυσάει.
Ο Π δεν έχει πιο ωραίο πράγμα απ’ το να την βλέπει να κοιμάται. Αλήθεια δεν ξέρει γιατί του αρέσει τόσο πολύ. Ίσως γιατί είναι πρωτόγνωρο. Ένας ρόλος που δεν έχει ξαναπαίξει ποτέ. Την σκεπάζει και την κοιτάει. Και της μιλάει αλλά εκείνη κοιμάται. Και της λέει όλα όσα φοβάται να της πει όταν είναι ξύπνια. Εκείνη, τώρα τα ακούει όλα. Πολύ προσεχτικά και πολύ συνειδητά. Τραβάει το σεντόνι για να μην φανούν οι εκφράσεις της. Αλλά και εκείνος τις έχει δει. Έχει καταλάβει ότι τον ακούει. Και έτσι μιλάνε πολύ.
«Ξέρεις τι με ενοχλεί περισσότερο;» «Εκείνοι που δεν με παίρνουν ούτε ένα τηλέφωνο να δουν τι κάνω;» «Μια ζωή, όλη μέρα, από το πρωί μέχρι το βράδυ μαζί». «Καφέδες, ποτά, ξενύχτια». «Κλάματα, γέλια, χαρές, τσακωμοί». «Ένα τηλέφωνο ρε συ»! «Τους έκανα κάτι που δεν ξέρω;» «Εντάξει κάνανε οικογένειες και παιδιά, αλλά πάντα λέγαμε ότι η φιλία είναι σημαντική και βρίσκαμε χρόνο για εμάς». Που να σου εξηγώ ρε Ν. Που να σου εξηγώ.
https://www.youtube.com/watch?v=I6gJCCoXs04
«Άκου εκεί τέσσερις άδειες μόνο;» «Τι είμαστε Σοβιετική χώρα;». Ο Δ προσπαθεί να κάνει ότι δεν άκουσε. Σε κοινή παρέα. Ένας δημόσιος υπάλληλος, ένας λαθρεπιβάτης κάποιου «φεκ», με σύνταξη από τα σαράντα, αρχίζει να ψηλαφίζει την έννοια της δημοκρατίας. Κουνάει συγκαταβατικά το κεφάλι ένας συνωμοσιολόγος χωρίς ένσημα, ένας πρώην αριστερός και νυν φιλελεύθερος. Κατά δήλωσή του δηλαδή το «φιλελεύθερος», που τυγχάνει να έχει ένα μεγάλο κοινό με την δήλωση του Ε9 του: ένα μικρομέγαλο ψέμα, μια «λεπτομερειακή» αναντιστοιχία, κι ένας λογαριασμός στην Λοζάνη. Άποψη μετ’ ασφαλείας. Στο τραπέζι έχει φυστίκια. Μια ξεθυμασμένη κόκα κόλα. Πατατάκια και κέικ. Και συζητάνε περί δημοκρατίας.
5 πολύγωνα, ή πολύεδρα. Βασικά πολύγωνα γιατί η ιστορία τους (γεωμετρικά μιλώντας) ξεκινάει από την μελέτη των γωνιών. Συνθέτουν το σχήμα. Καθορίζουν τον τρισδιάστατο χώρο και απολαμβάνουν την φιλοσοφική σύνδεσή τους με τα στοιχεία της φύσης και την ανθρώπινη επινόηση της υπερβατικότητας. Το σύμπαν. Που είναι και αυτό πολύεδρο και μυστήριο. Κι ας έχει ευθείες, αποστάσεις, γωνίες, εμβαδά. Βασικά είναι μυστήριο. Και το μυστήριο είναι η μοναδική ανθρώπινη γνώση που θα συνεχίσει να έχει ενδιαφέρον.
Η Δ γύρισε πάλι. Ξεμακραίνει πότε πότε, αλλά οι επιστροφές της είναι πιο συνειδητές από ποτέ. Το μόνο που την κάνει να μένει είναι αυτή η μικρή αμυχή του φευγιού. Μια απόφαση. Πρώτα ελευθεριακή, μετά στημένη. «Ξεπήδησα από μια κρίση οικονομική, είμαι αυτοσχέδια κι αυτοργανωμένη μουσική» μου λέει περιγράφοντας εκείνες τις νότες που ξεφεύγουν απ’ το πεντάγραμμό της. Κατεβάζει μια μεγάλη γουλιά ζεστή μπύρα. Σ’ ένα παγκάκι με μαρκαδόρους κι υγρασία.
Να σε ξυπνάει το κύμα. Με άμμο στα ρουθούνια. Η θάλασσα σαν λίμνη. Στην γαλήνη που έχει το ξημέρωμα. Δεν βλέπεις την απέναντι στεριά. Έχει ζέστη. Ακόμα και στον αδύναμο ήλιο. Το πηγάδι είναι στα 20 λεπτά. Άλλοι τρώνε πρωινό άλλοι ξυπνάνε με πράνα. Το ταξίδι είναι στατικό. Οι εναλλαγές είναι μόνο φυσικές, όμως στο μικροσκόπιο αυτής της ζωής απόλυτα σημαντικές. Το σήμερα επιλέγει το πώς θα είναι το σήμερα.
«Σε κάποιο ποίημα του Λόρκα. Στου πίνακες του Ριβέρα. Στα τετράδια του Χώκινγκ. Στις σημειώσεις του Νίτσε. Στα βιβλία του Καζαντάκη. Στα σχέδια του Λωτρέκ. Στον λόγο του Μάρκος. Στην αντίληψη του Νεύτωνα. Στα τσιγάρα του Σαρτρ. Στις μπομπίνες του Κιούμπρικ. Στην οργάνωση του Πάμπλο. Στην γραφομηχανή της Ουρλίκε. Στις νότες του Στανισλάφσκι. Στην κάμερα του Σαλγκάδο. Στα όνειρα του Γκαλεάνο. Στην χορογραφία του Μοριχέι».