Δεν είναι ούτε η πρώτη, ούτε φαντάζομαι η τελευταία ταινία που θα διχάσει κοινό και ειδικούς. Σε μια διακύμανση από το «απαίσια» μέχρι το «αριστούργημα», η αινιγματική και αντιφατική αξιολόγηση της είναι από μόνη της ένας πρώτος λόγος ώστε να θέλει κάποιος να την δει.
Όπως σχεδόν σε κάθε ταινία του Ινιαρίτου (τουλάχιστον από τις τελευταίες) τα πρώτα λεπτά σε καθηλώνουν. Η εισαγωγή του θεατή στην ταινία γίνεται με μια οπτική και νοηματική βιασύνη. Η σκηνοθετική τεχνική έχει ήδη κορυφωθεί μέσα στο πρώτο τέταρτο. Ευρυγώνιος φακός, μια λήψη από το έδαφος προς τον ουρανό και άρα στα ανθρώπινα θέματα μια διαγώνια επαφή από τα γόνατα προς τον λαιμό. Λήψεις πρώτου πλάνου και μια τρισδιάστατη ροή της κάμερας (στην περίπτωση της πρώτης μάχης) από άνθρωπο άνθρωπο, σαν ένα πολύ σύντομο story-telling της οπτικής τους με τρομακτικά γρήγορη εναλλαγή και αδιάκοπη ένταση. Ροή εικόνας ανάμεσα σε μάχη με αλλεπάλληλους θανάτους ανθρώπους στους οποίους η κάμερα δεν κάθεται παρά δευτερόλεπτα. Βασικά, όπως συμβαίνει κάθε φορά ο Ινιάριτου (επανα)συστήνεται ως ο σκηνοθέτης που θέλει να διαμορφώσει.
Η ταινία λέγεται «Επιστροφή» και θα μπορούσε να λέγεται «Οδύσσεια». Το story για το οποίο άκουσα ότι είναι ελλιπές και απλοϊκό θα έλεγα ότι είναι απλά επαναλαμβανόμενο, αν όχι και χιλιοειπωμένο. Μια προσωπική τραγωδία που λίγο πολύ στηρίζεται σε τυχαία συμβάντα και οδηγεί τον πρωταγωνιστή/ήρωα σε έναν σωματικό και ψυχικό Γολγοθά που ξεπερνάει τα όρια του φυσικού και εν τέλει σε μια αναμενόμενη λύτρωση/εκδίκηση. Αυτό όμως που έχει ορισμένες φορές σημασία και αποτιμάται με θετικό τρόπο δεν είναι μόνο η σεναριακή πρωτοτυπία και το καινοτόμο story-telling, αλλά η ριζικά διαφορετική σκηνοθετική ματιά και ερμηνεία σε κάτι που έχουμε ήδη δει. Αναρωτιέμαι, πόσα νοηματικά σημεία του Kubrick, δεν συναντούνται στον Tarkovsky, με την σκηνοθετική προσέγγιση να αλλάζει άρδην την κοινή τους βάση; Απολογούμαι, ήδη για τις συγκρίσεις των μεγεθών, αλλά ο Ινιάριτου είναι κατά την γνώμη μου από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες της γενιάς του (ναι του Αμερικάνικου κινηματογράφου).
Πέραν του απλοϊκού story-telling η ταινία χρεώνεται και έλλειψη ρεαλισμού. Πώς σκοτώνει ένας άνθρωπος μια αρκούδα, πώς επιβιώνει από πτώση 20 μέτρων, πώς στεγνώνει τα ρούχα του στον παγετό και άλλα ανάλογα. Ο ρεαλισμός σε περίπτωση που χρησιμοποιείται ως επίκληση έλλειψής του με τυχαίο τρόπο, είναι άκρως επικίνδυνος. Κατά την γνώμη μου στον κινηματογράφο απόλυτη τιμή ρεαλισμού δεν είναι δυνατόν να υπάρξει. Και το λέω αυτό γιατί θα βρεθεί ο φυσικός που θα σου πει κάτι που δεν ξέρεις καν για το Interstellar και το Gravity, ο χημικός για το Breaking Bad, ο ψυχολόγος για το Fight Club και η λίστα δεν έχει τελειωμό για όποια άλλη ταινία εντάσσεται με υποκειμενικό πάντα τρόπο στην κατηγορία του ρεαλισμού. Η κριτική ρεαλισμού στην «επιστροφή» γίνεται σε μια ταινία που δεν έχει καμία διάθεση να τον επικαλεστεί. «Όμηρε, πώς γίνεται ο Οδυσσέας να τυφλώσει τον Πολύφημο και να γλυτώσει». Δηλαδή, αν η ταινία ξεκίναγε με τον Di Caprio να πετάει όπως ο Birdman θα ήταν όλα καλά;
Η «Επιστροφή» είναι άλλη μια καθηλωτική ταινία του Μεξικάνου. Φωτογραφία, αριστουργηματικά πλάνα, εξαιρετική μουσική. Η βία, πολλές φορές μέσο του συγκεκριμένου σκηνοθέτη (Amores perros, Βαβελ, Biutiful) είναι καλά ενταγμένη στην εξέλιξη της ιστορίας. Μια ιστορίας που μιλάει με τις εικόνες, και την φύση που δεν παρατηρεί απλά, αλλά συνθέτει και καθορίζει. Τον παράλογο ανθρώπινο δρόμο του «από κάτω προς τα πάνω», των πλάνων του «άνω θρώσκω» και του αδικαιολόγητη φυλετικού/προσωπικού/χρηματικού κυνηγιού. Μέσα, λοιπόν, από μια κοινότοπη και flat αφήγηση, ο Ινιάριτου συνεχίζει να σκηνοθετεί, θυμίζοντας ότι είναι ένας ρόλος πολλές φορές εφάμιλλος (αν όχι ανώτερος) του σεναρίου, της πλοκής, ή των διαλόγων. Φυσικά, οι ταινίες όπου όλα τα παραπάνω συναντιόνται έχουν μια άλλη δυναμική από την «επιστροφή» αλλά αυτό είναι μια άλλη εξαιρετικά δύσκολη και απαιτητική ιστορία.