Στον πλανήτη μπαλαλάικα είναι γιορτή. Χθες η αλμπισελέστε, έραψε το 3ο αστέρι, κέρδισε το 3ο μουντιάλ. Θα έπρεπε να περάσουν αιώνες πριν γράψω, αν ήθελα να αποφύγω το συναίσθημα. Αλλά δεν θέλω· και κυρίως δεν μπορώ. Soy argentino, es un sentimiento no puedo parar (είμαι αργεντίνος, είναι ένα συναίσθημα, δεν μπορώ να σταματήσω). Θα ακολουθήσει μια ανάλυση της τρίτης ουτοπίας (la tercera) βάσει του συνθήματος του 2022.
- En Argentina nací,
tierra de Diego y Lionel,
de los pibes de Malvinas,
que jamás olvidaré.
Για όσους γεννήθηκαν στην Αργεντινή, τη νιώθουν ως τη γη του Ντιέγκο και του Λιονέλ. Η Αργεντινή, η πιο πλούσια χώρα της Λατινικής Αμερικής με το ασήμι. Η χώρα των μεγάλων αντιθέσεων και του ξενόφερου ευρωκεντρισμού – που γίνεται εθνοκεντρισμός και ακραίος σοβινισμός. Στην Αργεντινή η “ανωτερότητα” απέναντι στους ιθαγενείς είναι η κυρίαρχη κουλτούρα (τους ξεπάστρεψαν πρώτοι απ’ όλους). Απ’ την Παταγονία και τη la pamba – την περιοχή των γκαούτσος και των κοπαδιών, στην πρώτη αστική (μαζί με το Μοντεβιδέο) εννοιολόγηση του Buenos Aires (το Παρίσι της Λατινικής Αμερικής). Οι Αργεντίνοι, με τη διαίρεση πόλης-υπαίθρου εντονότατη, αισθάνονται οι βασιλιάδες του νέου κόσμου. Όλοι; Φυσικά όχι. Απ’ το καλούπι του εθνοκεντρισμού ξεφεύγει ο γιος των ζάμπλουτων γιατρών που γυρνάει τον κόσμο με την poderosa, ο Ερνέστο Γκεβάρα. Ένας άλλος Ερνέστο, ο Σάμπατο ξεγυμνώνει την εθνική υπερηφάνεια μπροστά στην ματαιότητα του θανάτου. Ένας Γιώργος – ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες, εξισώνει τον θάνατο στον έρωτα, τη μόνη διάσταση που υπερβαίνει το χωροχρόνο και μαζί τα όποια έθνη ή την ανοησία της φυλετικής καθαρότητας. Και ο πλέον αργεντινός (με ζωή στην Ευρώπη) Χούλιο Κορτάσαρ, ξορκίζει την ματαιότητα μέσα στην όαση του αλλόκοτου. Τίποτα δεν έχει νόημα και ξαφνικά όλα έχουν. Αυτά για τον “από πάνω” αντι-σοβινιστικό λόγο. Γιατί, ξαφνικά ένας Ινδιάνος με το πρόσωπο του Χριστού και τα πόδια του Βούδα, έρχεται να μιλήσει στο λαό, όπως αδυνατούν τα βιβλία. Η κιβωτός του είναι μια μπάλα. Ο πιο αργεντινός απ’ όλους, ο πιο “εθνικιστής”, ο πιο πατριάρχης, ο πιο φτωχός, ο πιο κλέφτης, ο πιο τίμιος, ο πιο ατόφιος που έχει υπάρξει ποτέ. Το ποδόσφαιρο σε σχήμα ανθρώπου. Ο Ντιέγκο. Εδώ, στον τελικό του 1990 (που η FIFA χάρισε στην “ενωμένη” -μη χέσω- Γερμανία), το χρυσό παιδί, με αστρόσκονη πολυτελείας στη μύτη, και ενώ στη χώρα συζητιέται σε όλο τον τύπο το άσυλο σε γερμανούς και αυστριακούς Ναζί μετά τον Β’ ΠΠ, τη στιγμή που παίζει ο εθνικός ύμνος της Γερμανίας, ο Ντιεγκίτο -σαν την ντουντούκα του σύμπαντος- φωνάζει: “Hijos de puta, hijos de puta”: για τους Ναζί; για τους συμπατριώτες του που τους υπέθαλψαν; για την Fifa; Για όλα όσα δεν είναι αυτού του κόσμου. Ο Pipe De Oro, ο Τουπάκ Αμάρου. Η δικαιοσύνη, σε μορφή οργής. Το λαϊκό, απέναντι στον λαϊκισμό.
- No te lo puedo explicar,
porque no vas a entender,
las finales que perdimos,
cuántos años las lloré.
1990, 2014 οι δύο χαμένοι τελικοί μουντιάλ. Και άλλοι 3 χαμένοι στο Κόπα Αμέρικα. Η γη των θεών, είναι πάντα καταραμένη. Για το χέρι στο Μεξικό; Για τη μεγάλη γλώσσα; Για τον εθνοκεντρισμό; Για τις τεράστιες ομάδες του 94, του 98, του 02, του 06 και του 10. Που κάθε φορά έμοιαζαν ματιασμένες. Που το ρόστερ φαινόταν όλο και καλύτερο, όλο και πιο πλήρες και η προδιαγεγραμμένη αποτυχία όλο και κοντά. Στη ζωή συχνότερα κερδίζει ο Κρέοντας. Κλαίνε οι Βραζιλιάνοι την ντρίμπλα και την πάσα του Ντιέγκο στον Κανίγια το 1990, και έκτοτε για το πικάρισμα αυτό κλαίνε οι Αργεντίνοι, που αγγίζουν το δισκοπότηρο, αξίζουν το δισκοπότηρο, αλλά αυτό τους περιφρονεί. “Sufrimos mucho pero… qué bien que se siente” λέει μετά τον χθεσινό τελικό ο De Paul. “Υποφέραμε πολύ αλλά τι ωραία η αίσθηση τώρα”. Είναι το μαρτύριο τελικά η μόνη οδός προς την ευτυχία; Είναι ο Γολγοθάς που βγάζει στα ξέφωτα; Πόσο όμορφα το περιγράφει ο Κορτάσαρ:
“δεν μπορεί να καταλάβει
γιατί αυτό που για κείνον είναι αποτυχία
σε μας φαίνεται σαν ένας δρόμος
τουλάχιστον το σημάδι ενός δρόμου”
- Pero eso se terminó,
porque en el Maracaná,
la final con los brazucas,
les volvió a ganar papá.
Ποιοι μπορούμε να είμαστε χωρίς τον εχθρό; Τον “άλλο”, τον “χειρότερο”, τον “ξένο”. Τον ίδιο μας τον εαυτό. Τα αγαπημένα παιδιά των ληστάρχων της Fifa, η φούσκα του μάρκετιγκ, οι Βραζιλιάνοι του απόλυτου τίποτα (πλην ομάδων Πελέ και Σόκρατες που δυστυχώς έχασε από την Ιταλία). Του “ζόγκο μπονίτο”, που έχει καταντήσει άνευ ουσίας, μια τσαρλατάνικη ντεκαπάζ – κάτι άλλο απ΄αυτό που είμαι στην πραγματικότητα. Και ο δρόμος προς την λύτρωση περνάει απ’ την αποκαθήλωση του “εχθρού”. Ο Νεϊμάρ είναι φίλος του Μέσσι και όμως στον τελικό του Μαρακανά, το καλοκαίρι του 2021, η Αργεντινή σηκώνει το κύπελλο ξανά. Η σημειολογία του ξανά πρωταθλητές και η μυθολογία του “μέσα στο σπίτι” σας είναι ικανά να σηκώσουν το άγαλμα του νάρκισσου. Μπορούμε να το ονειρευτούμε; Μόνο αν ο εχθρός μικρύνει. Η θεωρία της μυωπικής μας σχετικότητας, η φτέρνα του Αχιλλέα, η μικρότητα ως σημείο αυτοπροσδιορισμού. Και πάλι Κορτάσαρ:
“Θα μου άρεσε να πιστεύεις
πως αυτό είναι το γελοίο παιχνίδι
των επανορθώσεων
με το οποίο παρηγορούμαι
στην απόσταση.
Συνέχισε λοιπόν χορεύοντας
στον καθρέφτη του άλλου σώματος
αφού θα έχεις πια χαμογελάσει
μόλις
για μένα.”
- Muchachos, ahora nos volvimo’ a ilusionar,
quiero ganar la tercera,
quiero ser campeón mundial,
y el Diego, en el cielo lo podemos ver,
con Don Diego y con la Tota,
alentándolo a Lionel.
Κάτσε σε μια γωνία, άναψε ένα τσιγάρο και δες ένα ζευγάρι να χορεύει τανγκό. Απέφυγε τους επαγγελματίες. Βρες δύο θνητούς στα κορμιά και τα βήματα, αλλά ερασιτέχνες. Ερωτευμένους. Δες πως κοιτάνε ο ένας τον άλλο. Πόσο ξεχωριστοί είναι, πόσοι διακριτοί και πόσο ενωμένοι. Θα ακούσεις να σου μιλάνε για την αγάπη, για το νιάξιμο, για τις αξίες. Θα σου πουν ακόμα και για τον έρωτα. Υπάρχει όμως η δομή στο εποικοδόμημα. Πόθος, λαγνεία. Αυτή είναι η νίκη και η ζωή. Στο τάνγκο δεν υπάρχει ερωτική πράξη· μόνο η φλόγα που την προμηνύει. Σε δημόσιο χώρο. “Get a room”. Δεν μας νοιάζει το δωμάτιο, τι σημασία έχει δηλαδή αν ξέρω και ξέρεις. Αν ξέρουν όλοι. Δεν μας νοιάζει ο Νέρωνας, μας νοιάζει ο Προμηθέας. Η σύλληψη είναι η ζωή, όχι η εφαρμογή.
“Θέλω να κερδίσω το τρίτο, θέλω να γίνω πρωταθλητής κόσμου”. Στο θέλω η επιτυχία είναι καταγεγραμμένη. Στο θέλω έχει ήδη συμβεί. Στο θέλω μιλάμε με τους νεκρούς. Ο Ντιέγκο από ψηλά (με τον πατέρα του και τη μητέρα του) κουνάει τις μαργιονέτες. Και ο Λιονέλ υπακούει, ενώ ενορχηστρώνει. Αργεντινή σημαίνει αντίφαση. Ποδόσφαιρο σημαίνει δικαιοσύνη. Η Γαλλία (απ το Μάλι, τη Σενεγάλη, το Μαρόκο, το Καμερούν, το Μπουτάν) το θέλει και εκείνη και το αξίζει κιόλας. Αλλά το παιδί απ’ το Ροζάριο έχει πατήσει το κουμπί για να πάρει σειρά προτεραιότητας, εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Προλετάριος της βιομηχανίας του ποδοσφαίρου, χωρίς καμία ταξική συνείδηση, με 1000 ενέσεις απ τα 13 μέχρι τα 16 του για να μην μείνει νάνος, με δύο χώρες να κρέμονται για χρόνια από πάνω του – την Καταλονία και την Αργεντινή. Νάτος, βγαίνει στο στάδιο σαν τους αριστοφανικούς αχαρνείς. Κάρβουνα, ψωλές, σπαθιά, λουλούδια. Είναι χαμένος. Νάτος, στο κέντρο του γηπέδου. Νάτος, ο μικρός πρίγκιπας του Εξιπερί, ο Γκιούλιβερ, ο Σιντάρτα, ο Μόγλης. Όλα τα φώτα και όλες τις κάμερες του κόσμου εκεί, αλλά ο Λίο καταφέρνει για λίγο να αμπαρωθεί στην ιδιωτικότητα που του λείπει. Για 1 δευτερόλεπτο, μετά το πέναλτι του Μοντιέλ πέφτει μόνος του κάτω. Για 1 δευτερόλεπτο τα καταλαβαίνει όλα. Δεν υπάρχει δισκοπότηρο. Δεν υπήρξε ποτέ. Δεν υπάρχει Ελ Ντοράδο, δεν μπορεί να υπάρξει νικητής, ή καλύτερος. Υπάρχουν οι αλάνες στην Μπόκα. Υπάρχει το πέταλο στο Σαν Λορέντσο. Υπάρχει η ντρίπλα που δεν καταλήγει σε γκολ. Υπάρχει η ήττα. Δεν υπάρχει το ποδόσφαιρο των πολυεθνικών. Υπάρχει η κάθετη απέναντι στον Ολλανδό Άκε που κάποιος προπάππους του ταξίδεψε από την Ακτή Ελεφαντοστού στο Ρότερνταμ σε αμπάρι της Dutch West India Company. Υπάρχει το χέρι του θεού, η μπαντάνα του Σόκρατες, το άγγιγμα του Τοστάο, το κοντρόλ του Ζιζού, το πλασέ του βραζιλιάνου Ρονάλντο, η καλτσοδέτα του Μπάτζιο, το φάουλ του Έντσο, η πάσα του Μόντριτς, η ανεμοπτέρηση του Κρόιφ, το αριστερό του Λιονέλ. Ο ήλιος που καμιά φορά βγαίνει και μας καίει τα σωθικά.
ΥΓ: εσύ που σε λέγανε Εύα και μου έλεγες ότι έχεις το ίδιο όνομα με την Εβίτα (Περόν) και ταυτίστηκες με την Μαντόνα. Που μου έμαθες το σνομπ, που είχες λαϊκή καταγωγή και ύφος χιλίων καρδιναλίων. Τον Ντιέγκο μαγνητάκι στο ψυγείο σου. Που μου μίλαγες με παχύ σ απ’ τις Πάμπας. Που με έβαζες να φοράω τη φανέλα για να λες “αχχ Argentina μου”
“Τα κύματα της θάλασσας μου το πανε. Αυτή η νύχτα μένει. Για αύριο, ποιος ξέρει”