Η ουρά της φάλαινας

0
315

Η Αθήνα με καύσωνα είναι απάλευτη. Χαζεύω μια παρέα νέων που αράζουν στα βράχια στην Πνύκα. Κάθε καλοκαίρι ανεβαίνω, ώρες που τουλάχιστον οι τουρίστες έχουν κουραστεί από το περπάτημα και τη ζέστη· χαζεύω την βουή, αυτής της άλλοτε όμορφης πόλης, το άλλοτε κέντρο του κόσμου, την άλλοτε προοδευτική, την βαθιά συμβιβασμένη, την άλλοτε κοιμισμένη, την ζωντανή Αθήνα. Με τον χρόνο που κουβαλάει στις πλάτες της ένα αέναο βάρος και αμέτρητες απαντήσεις σε όλα όσα απασχολούν τη ζωή των άνω θρώσκω πλασμάτων. Τα πιτσιρίκια λένε “μπες fyp γαμώ”. Tο ψάχνω. Οι γλωσσολόγοι ακόμα να μας πουν ότι κυνηγάμε την ουρά μας, ότι ποτέ δεν θα επέλθει μια ντετερμινιστική γνώση, όσο οι άνθρωποι σκαρώνουν λέξεις. Σημαίνει κάτι αυτό το fyp. Μπορεί να σημαίνει ότι αυτή η γενιά την έχει γαμήσει. Στα χρόνια που “ρίχνεις τα μπετά”, αυτοί πετάνε μέσα τους σκουπίδια. Μπορεί και να σημαίνει όμως το ανάποδο. Η μη ρομαντική, η μη συνειδητή ονείρωξη της ουτοπίας, η κενότητα της τέρψης, ίσως τους κάνει στα 30άντα τους να δράσουν αλλιώς. Τα καλοκαιρινά τσιγάρα καίγονται πιο γρήγορα. Όπως ακριβώς και οι προσδοκίες.

Σε μια αυλή του κέντρου συνάντησα την Α. Φόραγε ένα φόρεμα με λουλούδια, όπως ακριβώς η Κ. Μειοψηφία ανάμεσα στους συμφοιτητές της, φτιάχνει βαλίτσες (ήδη) για ένα μεταπτυχιακό στο εξωτερικό. Προσμονή και φόβος. Όταν τα δικά μου μάτια ήταν φοβισμένα, ο δάσκαλος μου με είχε ρωτήσει: “Κωστή φοβάσαι; Καλά κάνεις. Οι έξυπνοι φοβούνται”. Η Χιλή, οι απανωτοί χειμώνες, η ανθρωπολογία ως κατεύθυνση, το Όσλο, όσα έρχονται και χάνονται, όσα χάθηκαν και δεν θα ξαναρθούν. Η Α που ξέρει ήδη αρκετά. Κάποια στιγμή θα μιλάμε στο ίδιο συνέδριο, θα φοράει ακόμα λουλουδένια φορέματα, θα μισεί θανάσιμα τους χειμώνες, θα έχει γυρίσει τον κόσμο -παρότι δεν θα βρίσκει σαν την Ελασσόνα-, θα χει στο πορτοφόλι της φωτογραφίες των παππούδων της. Σε μια αγγλοσαξονική pub, χωρίς συγκεκριμένο πρόσημο χωροχρόνου, θα λέμε ιστορίες για το ότι υπήρξε κάποτε σε μια πόλη σαν τη Θεσσαλονίκη -αν μπορεί κανείς να την πει πόλη- φοιτητριά μου και θα γελάμε αμήχανα, επειδή ούτε ακριβώς αστείο είναι, ούτε και έχει απολύτως καμία σημασία.

Συνέβη στου ζούγκλα του Αμαζονίου, στο Εκουαδόρ. Οι Ινδιάνοι Σούαρ έκλαιγαν την ετοιμοθάνατη γιαγιά κάποιου. Κάθονταν πλάι στο προσκεφάλι του νεκροκρέβατού της κι έκλαιγαν. Ένας παριστάμενος που ερχόταν από άλλους κόσμους, ρώτησε: “Γιατί κλαίτε μπροστά της, αφού είναι ακόμα ζωντανή;” Και αυτοί που έκλαιγαν απάντησαν: “Για να ξέρει πόσο την αγαπάμε” (Galeano, E. “Το βιβλίο των εναγκαλισμών)

– Έχεις κάνει ποτέ οργανωμένο κάμπινγκ;
– Ξέρεις αυτό μου ακούγεται κάπως σαν να πας σε ταβερνάκι και να ζητήσεις Οσομπούκο.
– Παράταιρο;
– Γιατί κάνεις κάμπινγκ; Ο καπιταλισμός απαντάει “επειδή δεν έχεις να πληρώσεις λεφτά για μια σουίτα με πισίνα και σκλάβους να σου κάνουν αέρα”. Αν το σκεφτείς αυτό το κάνει το οργανωμένο κάμπινγκ, μια προσομοίωση της πλούσιας ζωής. Τουαλέτες, σκιά, μια ταβέρνα, μια ντίσκο, ένα μίνι μάρκετ και απλά ύπνος σε μια σκηνή. Ενώ Κωστή το να ζεις ελεύθερος στην φύση είναι πολιτική στάση. Να ξεγυμνώνεσαι από όλους του κόμπους της βιομηχανικής μάστιγας. Τη βρώμα της πόλης και του κέρδους. Ενάντια στο lifestyle που μετράει τους ανθρώπους με τα αμάξια τους και τις τραπεζικές τους καταθέσεις, ρουφάς μια τζούρα ελευθερίας. Στήνεις, ορίζεις την ατομική σου ιδιοκτησία ως ανύπαρκτη και το πανηγυρίζεις. Ανήκεις στις αλεπούδες που την πέφτουν στα σκουπίδια σου, στον παφλασμό της θάλασσας, στα κουνούπια, στην αλμύρα του δέρματος, στον κιρκαδιανό ρυθμό που θα σε κάνει να ξυπνάς και να κοιμάσαι όπως σου πρέπει. Ελεύθερο κάμπινγκ κάνουν οι ελεύθεροι άνθρωποι. Τα άλλα είναι για τους υποταγμένους ή τους μπερδεμένους.
– Μπάμπη, είσαι λίγο απόλυτος· αλλά δυσκολεύομαι να σου πω πως έχεις άδικο. Δεν έχεις δηλαδή. Όμως, ξέρεις δεν είναι και κακό να είσαι μπερδεμένος. Έτσι, δεν είναι;
– Κακό είναι να είσαι υποταγμένος. Από εκεί ξεκινάνε τα μπερδέματα σύντροφέ μου. Να το θυμάσαι αυτό. (Μπάμπης, καλοκαίρι του 2000, Άγιος Ιωάννης, Γαύδος)

Η δική μας κουλτούρα έχει τιθασεύσει τις δυνάμεις της φύσης με τρόπους που έχουν αποδώσει αμύθητα πλούτη και ανέσεις και προσωπική ελευθερία. Την ελευθερία να είμαστε όλοι άρχοντες του λιλιπούτειου βασιλείου μέσα στο κεφάλι μας, ολομόναχοι στο κέντρο της πλάσης. Όμως, το σημαντικό είδος ελευθερίας έχει να κάνει με την προσοχή και την επίγνωση, την πειθαρχία και την προσπάθεια, την ικανότητα να νοιάζεσαι αληθινά για τους άλλους και να θυσιάζεσαι γι΄αυτούς, ξανά και ξανά, με αναρίθμητους, ασήμαντους, αφανείς και διόλου ελκυστικούς τρόπους κάθε μέρα. Αυτή είναι η πραγματική ελευθερία (Robert Foster Wallace, Αυτό εδώ είναι το νερό).

Η φωτιά. Έχω δει σπίτια να καίγονται. Έχω δει την φωτιά να αρπάζει από μέσα. Πέρυσι, που κάηκε η Εύβοια, έπιασα τον εαυτό μου να μην θέλει να θυμηθεί· να μην το κουβεντιάζει, να φεύγει από κουβέντες φίλων για εκείνη τη φωτιά. Αν το έχεις ζήσει μια φορά, ξέρεις. Η φωτιά πονάει. Πρώτα, πρώτα ακούγεται. Δεν είναι ούτε η κάπνα, ούτε η μυρωδιά της, αυτή που καλπάζει τον τρόμο. Είναι ο ήχος της, ο απόκοσμος ήχος της κόλασης, της καταστροφής που κρύβει μια γέννα αναδόμησης αλλά και απύθμενο πόνο. Παρασύρει, δεν κάνει εξαιρέσεις, σαρώνει. Ακόμα πιο τρομακτική είναι η φωτιά που καίει την ίδια τη θάλασσα. Είδα μια εικόνα με καμένες ψάθινες ομπρέλες. Μια εικόνα ενός τόπου που άλλοτε λειτουργούσε ως μια ασφάλεια, μια μεγάλη αγκαλιά. Η φωτιά δεν μπορεί να το ακουμπήσει αυτό. Περνάει πάνω από αναμνήσεις, από όνειρα, από ταξίδια, σκέψεις, από ιδρώτα και κόπο. Καίει. Αλλά το υγρό δεν μπορεί να το αγγίξει.

Μέχρι να τον ξεαγκιστρώσει, ο σπάρος χτυπιόταν στον πάτο της βάρκας, κι η Κάια αναγκάστηκε να κοιτάξει τους πελεκάνους που κοιτούσαν πέρα μακριά και να παρατηρεί τα σύννεφα και τα σχήματά τους – οτιδήποτε προκειμένου να μην αντικρύσει τα μάτια του ψαριού που ξεψυχούσε καρφωμένα σ’ έναν κόσμο χωρίς νερό και το μεγάλο στόμα να ρουφά άχρηστο αέρα. Αλλά το τίμημα και για κείνη και για το ψάρι άξιζε, αφού έτσι απέκτησε μια μικρή σταγόνα οικογένεια. Εντάξει, για το ψάρι ίσως όχι, αλλά και πάλι… (Ντέλια Όουενς, Εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες)

Ο Λ ετοιμάζει την βαλίτσα των διακοπών. Πλέον συντάσσει πρώτα μια λίστα, έχει παρέλθει το ελευθεριακό στυλ του βάζω ότι βρω αυτοσχεδιάζοντας. “Μετράει” και τις δικές της αποσκευές -προσπαθώντας να μην επεμβαίνει- με το ενδιαφέρον του να περιορίζεται στο “αν θα χωρέσουμε” στο αυτοκίνητο. Άντε σε μια πιο θαρραλέα στιγμή που έχουν ανοίξει δύο μπύρες στο μπαλκόνι να πει “τα έχεις όλα ανάγκη;”. Χτυπάει το κουδούνι, φτάνουν δύο φίλοι για το τελευταίο αστικό ποτό πριν τις διακοπές. Ανάλογη κουβέντα: φορτώματα και ξεφορτώματα, σχέδια, εισιτήρια, οι διαδρομές του google maps και μετά το σοβαρότερα: γάμοι και βαπτίσια φίλων, μια κοινή φίλη ψυχολόγος που χειριστικά καταστρέφει κολλητούς και κολλητές κριτικάροντας κάθε επιλογή -ενώ η ίδια ζει σε μια κλειστοφοβική σχέση απ’ τα 17 της χρόνια-, μετά ο πληθωρισμός και η ακρίβεια, η επίδαυρος, οι διάσημοι δικηγόροι και οι αποφυλακίσεις, ο πόλεμος και η ειρήνη, η πανδημία και η μετα-πανδημία με τους ξεχασμένους νεκρούς. Τα μάτια κλείνουν. Τα μπαλκόνια της Αθήνας, μια μεταμοντέρνα γερουσία, μια εκκλησία ενός δήμου που έχει διαλέξει να μείνει στην απέξω. Είναι και τα μπάνια του λαού στη μέση. Υπομονή. Να θυμηθούμε που έχουμε παρκάρει. Να χωρέσουμε τα μπαγκάζια μας. Να αποδράσουμε, αλλά όχι και να δράσουμε.

Στη γιορτή της δημοκρατίας μετράνε τα ρούχα, οι εναγκαλισμένοι χωρίς ανταλλαγές βλεμμάτων, οι φωτογραφίες, τα κομμωτήρια και τα νυχάδικα που έχουν προηγηθεί, το φαγητό και τα πούρα. Μετά έρχονται οι business που κλείνονται στον κήπο του προεδρικού μεγάρου, τα σούσουρα για τις επερχόμενες εκλογές, οι με νόημα δηλώσεις των πολιτικών, τα αυριανά tabloids και η ζύμωση που γίνεται ώστε αυτά να πουλήσουν, έχουν δεν έχουν κάτι να πουν. Όμως γιορτή δημοκρατίας είναι οι πατεράδες που αγκαλιάζουν τα διαφορετικά παιδιά τους και τους λένε “στ’ αρχίδια μου τι θα πει το χωριό”, οι γιαγιάδες που δεν σκύβουν να φιλήσουν το χέρι του παππά, όσοι υποδέχονται ανθρώπινα σώματα στις ακτές, όσοι αναζητούν ακόμα την αλήθεια, όσοι ράβουν το στόμα τους και κάνουν το κορμί τους προσευχητάρι του δικαίου, όσοι ποτίζουν μποστάνια και μαζεύουν ελιές, όσοι σβήνουν φωτιές και ανοίγουν το κλειστό σπίτι του γείτονα, όσοι ποτίζουν και χαϊδεύουν τα ζώα, όσοι αλλάζουν ή έστω προσπαθούν, όσοι μια μέρα ανέβηκαν σ’ ένα καράβι για να γυρίσουν απ’ την εξορία.

Κατάστρωμα και έναστρος ουρανός. Κουνούπια να σου θυμίζουν ότι ανήκεις αλλού. Τέσσερα λιμάνια και άλλα τόσα αρόδου, χάρτες, πυξίδες, εξάντες, GPS και ασύρματοι. Πειρατικό κανονικά. Μόνο που κλέβει την ομορφιά του Αιγαίου, εφορμά στον μοναδικό μας πλούτο την ένωση της θάλασσας και του ήλιου, με την κουμπαριά του αέρα. Μαγειρέματα με κονσέρβες, ρούμι, κουβέντες κάτω απ’ τον ουρανό. Σχέδια για το χειμώνα που έρχεται και τον βοριά να το θυμίζει διαρκώς. Αυτοσχέδιες αιώρες που προσπαθούν να ενώσουν ξάρτια με πανιά, τρίγκους και μάτσες. Αρμενιστές της στεριάς που ψάχνουν να υπακούσουν στις οδηγίες του καπετάνιου, να πετύχουν τις σωστές μοίρες, να δέσουν καλά, να νιώσουν την γάστρα να σηκώνεται μα νιώσουν την όρτσα κόντρα στον καιρό. Όλοι σε ρόλους, ενεργητικούς ή και παθητικούς: ο καπετάνιος, ο μάγειρας, ο ακούραστος για όλες τις δουλειές, αυτός που θυμάται τους κόμπους και ειδικά την καντηλίτσα, ο πηδαλιούχος, ο υπεύθυνος τροφοδοσίας, αυτός που κρατάει ημερολόγιο, αυτός που ξέρεις τους αέρηδες, αυτή που τακτοποιεί, εκείνη που βγάζει φωτογραφίες, εκείνη που τραγουδάει, γιατί οι σειρήνες ήταν πάντα εν πλω και όχι στη στεριά. Πάνω όμως απ’ όλα όλοι όσοι βρίσκουν ή χάνουν τον εαυτό τους μέσα από την αρχέγονη προσπάθεια να τιθασεύσουν αυτό το απέραντο λιβάδι της θάλασσας. Ο Ιάσονας, ο Ορφέας, ο Ύλας και οι υπόλοιποι 47. Οι πρώτοι επιβάτες, παρόντες σε κάθε ταξίδι.

Λένε ότι η ανθρωπιά φυτρώνει σαν ξερόχορτο μέσα στη δυστοπία, παρότι πολλές φορές είναι ο ίδιος ο άνθρωπος ο βασικός υπεύθυνος, η μήτρα του πιο απόκοσμου κακού. Ο homo industrialis που ξέχασε τη γη που τον γέννησε, τα δέντρα που τον μεγάλωσαν, τη σκιά, το νερό, τα ζώα που τον εξημέρωσαν, του έμαθαν πως οι κοινότητες αναπτύσσουν έναν δικό τους κώδικα με μαγιά την αλληλεγγύη και την αρμονία. Αλλά η ανθρωπιά επιστρέφει ακόμα και στην καρβουνιασμένη γη. Στη γη που προορίζεται αντί να γεννάει ζωές, να παράγει κέρδος. Οικόπεδα, σπίτια, ανεμογεννήτριες, μαγαζιά. Στα καμμένα απομεινάρια του ανθρώπου-τέρατος, μια ανθρώπινη επινόηση, ένα μπουζούκι απο έβενο ή τριανταφυλλιά ή πεύκο -ξύλα και μέταλλο που οι αντίχειρες του κυρίαρχου ζώου καμώνουν κ πλάθουν και ο εγκέφαλος μετά σκέφτεται και τεντώνει σε ρε-λα-ρε- γύρισαν στον τόπο του κακού, μαζί με τον άνθρωπό τους για να αποτίσουν φόρο τιμή στη μητέρα μας, να ζητήσουν συγγνώμη για όσα παιδιά της δεν έχουν ακόμα καταλάβει. Μοιρολόι – ξυπνητήρι, κάλεσμα στις πέρδικες, τους ερωδιούς, τις αλεπούδες, τα φίδια και τις χελώνες, να επιστρέψουν και να κλείσουν τις πληγές. (Βίντεο απο την φωτιά στην Πεντέλη που ανέβασε ο οργανοποιός Παναγιώτης Καφετζόπουλος. Όπως εύστοχα είπε ο αδερφός Νίκος: “Στην γκρεμισμένη τους φωλιά απάνω κελαηδούνε, για αυτό ζηλεύω τα πουλιά κι όχι γιατί πετούνε”)

https://www.instagram.com/tv/Cghj6JMoyTS/?utm_source=ig_web_copy_link

Η ουρά της φάλαινας. Και όμως το πιο μεγάλο θηλαστικό της φύσης, ακόμα και η Balaenoptera musculus, των περίπου 30 μέτρων και 200 τόνων, έχει ένα μικρό και όμορφο τελείωμα. Μια ουρά που θαρρείς πως δεν ανήκει σε ένα κήτος. Ακόμα και όταν βουτάει το σαν πλοίο σώμα της στον ωκεανό, φροντίζει αυτή η ουρά να βυθίζεται στην θάλασσα με χάρη, να πετάει αργά νερό, να σαγηνεύει και να προσελκύει. Όσοι την έχουν δει μεταφέρουν αυτή την ουρά στα τραγούδια τους, στους μύθους, στην ποίηση, στην παράδοση, στα κοσμήματα ή τα τατουάζ της φυλής τους. Στη Χαβάη, τους νήσους Σαμόα, στα νησιωτικά συμπλέγματα του Ινδικού, στη γη του πυρρός, στη θάλασσα των κοραλιών, στους πάγους της Ανταρκτικής, η ουρά της φάλαινας μας υπενθυμίζει το αλλόκοτο της ζωής, την υγρασία του συναισθήματος που κρύβεται πίσω από τις πανοπλίες. Μας θυμίζει ότι η δύναμη μας δεν είναι να σταματάμε να νιώθουμε, αλλά να καταλάβουμε ότι η ζωή είναι αυτό το κύμα των συναισθημάτων και η ομορφιά μας που βυθίζεται μέσα του. Η ομορφιά. Κρυμμένη και στα πιο απίθανα σημεία. Όπως στην ουρά μιας φάλαινας.

Previous articleGanhe Bastante Na Pagbe
Next articleMostbet Bet Haberler
Κωστής Πιερίδης
Γέννημα – θρέμμα Νεοσμυρνιώτης και Πανιώνιος, παιδί των 1980s, έφηβος των 1990s και ενήλικος του «ακόμα παίζεται», ως συνεπής Millennial. Το πρωί ντύνομαι καθηγητής πολιτικής επιστήμης στο Πανεπιστήμιο, τα μεσημέρια πατέρας και τα βράδια νοσταλγώ το μέλλον, που συνήθως έρχεται με την ορμή ενός κύματος. Άλλωστε στην κορφή ενός κύματος γνωρίστηκα με τον εαυτό μου, στο Λονδίνο έμαθα να βγάζω το ψωμί μου, στη Βαρκελώνη θυμήθηκα να ονειρεύομαι, στην Αβάνα εκτίμησα την υγρασία, στο Κάιρο βρήκα τους παππούδες μου και στη Νέα Σμύρνη επιστρέφω πάντα.

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.