...

    Η πρώτη μέρα στο γυμνάσιο

    Έξω έκανε 1993. Με τα σημάδια του καλοκαιριού επάνω του· το σημάδι του μαγιό – άλλωστε το παιδικό μαύρισμα είναι ακόμα πιο έντονο – και μια κοιλίτσα από τον μιγαδικό αριθμό των παγωτών. Ο Κ ώρα 7.30 το πρωί, ακουμπισμένος σε μια μάντρα μονοκατοικίας, απέναντι απ’ το πατρικό του σπίτι περιμένει το σχολικό που θα τον πάει στο γυμνάσιο, για την πρώτη μέρα του σχολικού έτους. Ανεβάζει το βλέμμα του προς το μπαλκόνι και βλέπει την μητέρα του να τον χαιρετάει· Νιώθει την περηφάνια της και κυρίως τον έντονο φόβο της. Αλλά αυτό δεν κάνουν οι γονείς; Χαίρονται και φοβούνται μαζί.

    Το πούλμαν είναι μεγάλο. Ένα φανταχτερό κίτρινο μερσεντές με μια μεγάλη πόρτα που ανοίγει κάνοντας έναν χαρακτηριστικό ήχο ξεφυσήματος, σαν γνήσιο απότοκο της επανάστασης του ατμού. Ο οδηγός, ο κύριος Γιάννης, ένας συμπαθής μεσήλικας, λαϊκός τύπος και πάντοτε καλοντυμένος, με ιδιαίτερη αγάπη για τα παιδιά, ένα μεγάλο αίσθημα ευθύνης για την θέση του και ένα ειλικρινές χαμόγελο· λιγάκι κίτρινο απ’ τον Άσσο άφιλτρο που δεν έσβηνε ποτέ, όπως ακριβώς και η μερσεντές του. Η συνοδός -όμορφη όπως προστάζει ο ρόλος- βοηθάει τον Κ να ανέβει. Κάτσε όπου θες, του λέει και πριν προλάβει να ολοκληρώσει την φράση της, οι φίλοι του Κ – τα πρώην εκτάκια – του κάνουν νοήματα απ’ την άβυσσο της γαλαρίας.

    Κάτι έχει αλλάξει σ’ αυτή τη διαδρομή. Το σχολικό δεν στρίβει για τον δρόμο του δημοτικού αλλά συνεχίζει ευθεία. Σε μια πιο μακρινή γειτονιά, σ’ ανεξερεύνητα μονοπάτια. Σ’ αυτό το “πιο πέρα” που στα μάτια του Κ και των συμμαθητών του ήταν το ίδιο το Γυμνάσιο. Σ’ αυτή την καινούργια διαδρομή υπήρξαν και νέες στάσεις. Ποιος μένει άραγε εδώ; Καινούργια πρόσωπα, αγόρια, κορίτσια. Φάτσες γεμάτες απορίες, φόβος απέναντι στο άγνωστο ή το ακόμη πιο απαιτητικό, νοσταλγία (ήδη) για την ασφάλεια του παρελθόντος, για το περιβάλλον στο οποίο αισθανόσουν ‘παλιός’ και ‘μεγάλος’. Αν κάτι ξορκίζει για τα καλά την ανασφάλεια στον μακρινό πια κόσμο του παιδιού είναι η τελετουργία του γέλιου· χωρίς δυσκολία, με μια αφύσικη κανονικότητα το πάρτι της σεροτονίνης -που στο λύκειο αναζητήθηκε στην γλυκιά molly- μέσα από τα αστεία και τα πειράγματα, μια γνήσια άμυνα του παιδιού απέναντι στο αχαρτογράφητο. Ένας μαθητής που φοράει κάτι περίεργο. Ένας άλλος που ψήλωσε πολύ μετά το καλοκαίρι. Τα καινούργια σπυριά. Τα χνούδια. Τα σιδεράκια. Τα βυζιά που φούσκωσαν. Ένα καινούργιο ανέκδοτο. Τα γέλια σπάνε μόλις το σχολικό παρκάρει, στο καινούργιο και φρεσκοβαμμένο κτίριο. Και η κασέτα του Νίκου που παίζει Παύλο ή καμιά φορά lambada έχει μόλις τελειώσει.

    Τα βήματα είναι αργά εν μέσω χαιρετούρας και ανταμώματος φίλων που έχουν να διηγηθούν πολλά απ’ το αιώνια οικογενειακό καλοκαίρι. Αλλά οι ενήλικες, οι καθηγητές και οι διευθυντάδες -και μερικοί γονείς που θεώρησαν ότι αξίζει να γίνει ακόμα πιο δύσκολη η πρώτη μέρα για τα καμάρια τους- δεν έχουν πραγματικά το Θεό τους. Κατά κυριολεξία, δηλαδή, γιατί τον χορό της πρώτης μέρας τον σέρνει ένας παπάς. Μας στήνουν σε σειρές, τα κορίτσια μπροστά και μετά οι υπόλοιποι καθ’ ύψος.  Στήνουν και ένα μικρόφωνο με μια μικροφωνική και στην αρχή μιλάνε όλοι με λόγια γεμάτα ασφυξία. Ο Κ τα θυμάται ακόμα. Την έπαρση της σημαίας, τον εθνικό μας ύμνο, τα λόγια των διευθυντάδων, τις φάτσες των καθηγητών -σαφώς πιο ξενερωμένες απ’ τους ίδιους τους μαθητές- και τέλος τα ξόρκια του παπά. Ευχές, νουθεσίες και ευθύνες, μ’ ένα ματσάκι βασιλικού. Κάθε αρχή οφείλει να είναι επικίνδυνη· οφείλει να σε φοβίζει.

    Τουλάχιστον είναι αγιασμός και σε μερικές ώρες το σκωτσέζικο ντουζ τελειώνει. Μπαίνουμε στην τάξη. Τα καινούργια πρόσωπα συστήνονται. Οι ‘παλιοί’ στρογγυλοκάθονται στην παλαιότητα των παλιών. Η Φιλόλογος, υπεύθυνη του τμήματος, της δικής μας εκδοχής του Α2, αναλαμβάνει δράση. Σιγή. Είναι μια εξαιρετικά όμορφη γυναίκα, με ένα ταγιέρ πράσινο. Σκούρο πράσινο. Πιθανόν να της το είχε δανείσει κάποια φίλη της, μια μεγάλη αδερφή, μια θεία με μαγαζί ρούχων στην Αγίου Δημητρίου. Είναι πάντως νέα και μοιάζει να φοράει κάτι ξένο -κάτι που αδίκως προσπαθεί να την μεγαλώσει-. Όμως, είναι φυσικά όμορφη, ιδιαίτερα πληθωρική και κυρίως το ξέρει. Τα αγόρια αποκτούν νωρίς ένα θέμα. Αρκούντως ικανοποιητικό. Ο Κ νιώθει μια ασφάλεια. Αφού πρώτα δεν βρήκε την Ελισσάβετ ανάμεσα στους καινούργιους συμμαθητές του -γιατί εκείνη επέλεξε να συνεχίσει σε άλλο σχολείο- πήρε μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία αντικατάστασης της μιας και μοναδικής κινητήριας δύναμης πραγματικής ασφάλειας και κονφορμισμού.

    Η ‘Κυρία’ μας μιλάει με μια ενήλικη σιγουριά που μας κόβει τα γόνατα. Παίρνει στο χέρι της έναν κατάλογο μαθητών διαβάζει τα ονοματεπώνυμα και γνωρίζεται με τον καθένα που είναι στην τάξη. Χασκογελάμε όταν της ξεφεύγει κάποιος τόνος, ή διαβάζει το βαπτιστικό χωρίς να ξέρει την ‘αληθινή’ προσφώνηση -τη γνώση που μοιράζονται οι μαθητές μεταξύ τους και αποκτά σημαντικότερο νόημα ακριβώς εξαιτίας του αποκλειστικού-. Στο τέλος έχει μείνει ένα μόνο παιδί που δεν έχει ακούσει το όνομα του. Ένας απόκοσμος τύπος με χνούδι σχεδόν μουστάκι, μαύρο παντελόνι και άσπρο πουκάμισο. Για την ακρίβεια ο μοναδικός μαθητής που φόρεσε πουκάμισο, την πρώτη μέρα. Κοιτάει τους πάντες σαν χαμένος. Βαριέται την διαδικασία απίστευτα. Η κυρία, με την λίστα ανά χείρας στρέφει το βλέμμα της στον μοναχικό καβαλάρη του τελευταίου θρανίου: – Εσύ, λοιπόν, θα πρέπει να είσαι ο Στέλιος Β…. – Τι να σας πω μαντάμ. Εμένα Θοδωρή με λένε. Γέλια. Αναίτια. Παράφορα. Παιδικά. Η πιο λογική απάντηση στην ματαιότητα και στα νέα ξεκινήματα.

    Για όλες τις πρώτες μέρες.

    ΥΓ: Ο Θοδωρής Λ στην πρώτη έκθεση με θέμα τύπου “τι θες να γίνεις όταν μεγαλώσεις” είχε απαντήσει νταλικέρης. Οι καθηγητές, τα ‘σικ’ παιδιά του ιδιωτικού, μαζί με το σε προχωρημένη σήψη στερεότυπο “γιατρός – δικηγόρος – μηχανικός” έπεσαν να τον φάνε. Μερικά χρόνια μετά, ο Θοδωρής, με την υπογραφή Theo, Lord of the Night στην Polo τσάντα του, αποκτούσε το πρώτο του φορτηγό. Οι υπόλοιποι ζούσαμε την πρώτη μας μέρα στην τριτοβάθμια (sic) εκπαίδευση.

    ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ

    ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

    ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΑΡΘΡΑ

    ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ