Δυο φούτερ στην καρέκλα πεταμένα
κι ένα αμάνικο στο μαξιλάρι,
πλάι στη γούβα που αφήνεις.
Στο τραπέζι ένα φλιτζάνι με καφέ
και γύρω του στάχτες σκόρπιες,
να σου κάνω ζωγραφιές πάνω στο ξύλο.
Μουσική γύρω στους τοίχους
γεμίζει τις τρύπες απ’ τα καδράκια σου,
τα ίσιωσα κι όλο μας γέρνουν.
Με αγκαλιάζεις και γελώ,
τα πιάτα μας ρίχνω κατάχαμα,
μακαρόνια με πορσελάνες στο ξύλινο πάτωμα.
Τα γέλια είναι που μας έφεραν εδώ,
ζαλισμένοι στο λαβύρινθο,
να συμπληρώνουμε πολύχρωμα σερβίτσια.