Ήταν ένα πρωινό του Ιουνίου που ξεκινήσαμε για να ανέβουμε στην ψηλότερη κορυφή της Ελλάδας. Την εκδρομή την διοργάνωσε ένας φίλος που οργανώνει τέτοιου ίδιους δραστηριότητες και εγώ τελευταία στιγμή αποφάσισα να ακολουθήσω. Προσωπικά δεν είμαι σίγουρη γιατί ήθελα να πάω, μιας που κατά βάθος ήξερα ότι θα ταλαιπωρηθώ και είχα και μια ψιλό-υψοφοβία. Όμως και μόνο στο άκουσμα ανάβαση στον Όλυμπο, ήξερα ότι αν δεν πήγαινα θα έχανα μια εμπειρία ζωής. Και κάπως έτσι φύγαμε με το αυτοκίνητο από Λεπτοκαρύα πρωί πρωί, μέχρι το υψόμετρο των 1.100 περίπου μέτρων, όπου σταματήσαμε για να πιούμε ένα ζεστό τσάι βουνού και να εγκαταλείψουμε τα αμάξια.
Εκεί ήταν και το ραντεβού μας με τους οδηγούς μας, τον κύριο Βασίλη και την Αναστασία. Οι απορίες μας ήταν πολλές, για την επικινδυνότητα αυτού που πηγαίναμε να κάνουμε, για το πόσο απότομες ήταν οι πλαγιές, πόσο κοφτά τα μονοπάτια, αν υπήρχαν άγρια ζώα, αλλά η σοβαρότερη από όλες ήταν πόσα χιλιόμετρα ακριβώς έπρεπε να ανέβουμε με τα πόδια και τότε θυμάμαι τον κύριο Βασίλη να μας απαντάει ότι η ανάβαση στο βουνό δεν μετριέται με χιλιόμετρα άλλα με ώρες.
Αλήθεια γιατί θέλει να κατακτήσει ο άνθρωπος τα βουνά; Πριν πάω ούτε και εγώ ήξερα τον λόγο, αλλά πλέον τον καταλαβαίνω. Είναι αυτό που είπε ο Edmund Hillary, ο πρώτος άνθρωπος που πάτησε στην κορυφή του Έβερεστ, ότι ανεβαίνοντας δεν νίκησαν το βουνό, αλλά τους εαυτούς τους (όχι ότι ο Όλυμπος και το Έβερεστ είναι το ίδιο πράγμα φυσικά… αλλά λέμε τώρα). Αυτός είναι ο λόγος, για να γνωρίσεις τα όρια σου και να τα σπάσεις και μετά όταν ξαναφτάσεις στα όρια σου να τα σπάσεις ξανά.
O Όλυμπος δεν είναι ένα συνηθισμένο βουνό, έχει μια σπάνια άγρια ομορφιά. Στην κορυφή του, στον Μύτικα (2.918μ) κατά την μυθολογία, κατοικούσαν οι θεοί του Ολύμπου και μπορώ να καταλάβω το γιατί, μιας που η μαγεία του δεν περνάει απαρατήρητη. Στα χαμηλά υψόμετρα η βλάστηση είναι μεγάλη, με τεράστια αιωνόβια δέντρα που για να δουν λίγο ήλιο προσπαθούν να περάσουν το ένα το άλλο. Και μετά στα ψηλά υψόμετρα του βουνού, τα αλπικά, συναντάς ακόμα κάποιες χιονισμένες πλαγιές και βουνοκορφές, που σε αυτές οι πάγοι ίσως να μην προλάβουν να λιώσουν και άγριες κορυφές γυμνών βράχων, ενώ δίπλα τους συναντάς λουλούδια από την εποχή των παγετώνων και κάτω από αυτές το απόλυτο κενό. Που και που μάλιστα, αχνοφαίνονται στο βάθος κάνα-δυο αγριοκάτσικα του Όλυμπου.
Εκεί στα αλπικά η κούραση είχε γίνει αβάστακτη, ανεβαίναμε όλη την ημέρα και δεν είχαν μείνει καθόλου αντοχές, ενώ οι γκρεμοί γίνονταν όλο και πιο απότομοι. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την ήρεμη φωνή του κύριου Βασίλη που με οδηγούσε. Προσπαθούσα να εστιάσω μόνο στην φωνή του και να μην κοιτάζω κάτω. Είναι αλήθεια πως στα πιο άγρια τοπία γνωρίζεις τους πιο όμορφους ανθρώπους. Κουβεντιάζαμε για ώρα για πολιτική, ταξίδια, ανθρώπους, τόσο που ξέχασα πως πέρασε η ώρα και φτάσαμε, αφού είχε δύσει ο ήλιος στο καταφύγιο, στα 2.720 μέτρα ενώ απέναντι μας βρισκόταν ο θρόνος του Δία.
Το βράδυ φάγαμε μέχρι σκασμού, και πέσαμε πτώματα μετά από όλη αυτή την κούραση. Λίγο σε πείραζε που κοιμόσουν στο ίδιο δωμάτιο με άλλα 17 άτομα, μιας που το πρωί, έπινες τον πρώτο καφέ της ημέρας σε μία υπέροχη θέα, κουβεντιάζοντας με τις άλλες παρέες που βρίσκονταν στο καταφύγιο, Έλληνες και ξένους. Έπειτα ξανακατηφορίσαμε προς τον πολιτισμό, που μετά από αυτό το ταξίδι σου φαινόταν τόσο αδιάφορος.
Πολλά ευχαριστώ στον Φίλιππο του Exploro Loco που οργάνωσε αυτή την εκδρομή (http://www.facebook.com/pages/ExploroLoco/929345917110436) και τον κύριο Βασίλη και την Αναστασία του Όλυμπος Trek (http://olympostrek.gr/) που μας συνόδεψαν σε αυτήν την περιπέτεια.
Κείμενο: Εβίτα Μαντζαβίνου