Κάπως έτσι νομίζω γίνονται τα πιο ωραία, απλά, ευφάνταστα μαζέματα. Η ιδέα ήταν ρευστά και αδιακρίτως αιωρούμενη. Μια κουβέντα του Πέδρο. Κι ύστερα ήρθαν οι σκέψεις. Το ότι δεν έφαγα Paella-Παέγια στην μια και μοναδική μου έως τώρα επίσκεψη στην Ιβηρική με ‘τσίμπαγε’ εδώ και καιρό. Έχουμε όμως Ισπανούς και εδώ στην Αθήνα. Και δεν εννοώ την νομενκλατούρα του κάθε πανάκριβου κιριλο-γκλαμουράτου εστιατορίου που υπόσχεται πολλά για ν’ αφήσει τελικά με λίγα. Δεν είχαμε όμως μόνο και απλά έναν Ισπανό. Ο Πέδρο είναι ποιητής. Και όταν το θέμα έρχεται στο μαγείρεμα ενός πιάτου που όπως και να το κάνεις συμπυκνώνει κάποιο συγκεκριμένο μαγευτικό ελιξίριο σφυρηλατημένο από την ιστορία του, ένας άνθρωπος με ευαισθησίες και φαντασία είναι ο κατάλληλος παρασκευαστής.
Κάπως έτσι ξεκινήσαμε. Το Σάββατο λαϊκή. 2 ματσάκια μαϊντανό (με όσο το δυνατόν μικρότερα φύλλα), 2-3 πιπεριές Φλωρίνης (η ελλαδική επιρροή του Πέδρο, γιατί ούτε στην κουζίνα δεν έχουμε πατρίδα), μια χούφτα φρέσκος αρακάς, ξερό (μιας και δεν είχε φρέσκο) σκόρδο, ζουμπούλια και νεραγκούλες για ντεκόρ. Και βουρ για τον χασάπη: Ολάκερος ο κόκορας, κομμένος στα δυο, ο ει δυνατόν περισσότερο αλανιάρης κι άτακτος. Μόλις 13 ευρώ (πως φαίνεται ο άνθρωπος που δεν ψωνίζει συχνά). Κάτι άλλο; Όχι. Ο Πέδρο φρόντισε να φέρει τις δικές του ντομάτες και σαφράν για να ‘χρωματίσει’ την Παέγια. Έφερε επίσης ένα νοστιμότατο σαλάμι ιταλικής προελεύσεως του οποίου το όνομα μου διαφεύγει και το δικό του σκεύος που θα οδηγούσε την παραδεισένια ακολασία: Την Παεγέρα!
Ήταν Κυριακή στις 12 πμ όταν τον συναντήσαμε σε κάτι ωραίους δρόμους της παλιάς Αθήνας. Εκεί που κάποτε τα σπίτια ήταν εξοχικά και τώρα αποσυντίθενται στην δίνη της βλαχο-μπαρόκ αισθητήριας δικτατορίας. Με τα συμπράγκαλα του και πολύ μεγάλη όρεξη ώστε να κάνει τους μαθητές του ακόμη πιο συνεπαρμένους με το εφαλτήριο καταγωγής του. Είχε μαζί του τρεις πολύ ενδιαφέροντες, υπέροχους (το λέω αυτό για να μην μου γκρινιάξει η Λίνα που λατρεύει το Φλαμένκο) ισπανικούς δίσκους που συνόδευσαν τόσο την διαδρομή μας μέχρι την Ν.Σμύρνη όσο και την υπόλοιπη μέρα μας, πριν και μετά το φαγοπότι. Στο σπίτι ο Πέδρο ξεκίνησε αμέσως. Το ίδιο κάναμε και εμείς με τα κρασιά. Κόκκινο Οκτωνιάς για αρχή, μια βαριά και συνετή υποθήκη για τα χρόνια που έρχονται. Ο πρώτος που έφτασε (μαθηματικός) ήταν φυσικά ο Παναγιώτης. Και αυτό νομίζω λέει πολλά. Αυτή την φορά δεν χάθηκε για περισσότερο από 10 λεπτά. Ξεκίνησε να πίνει αμέσως. Νομίζω ότι έχει πλέον μια ενσωματωμένη κάβα μέσα του. Ο Νίκος ήρθε απ’ την Πάτρα. Έκανε μια γενναία μετάβαση απ’ την θλίψη του πρωινού του, στην αντίπερα όχθη που προσπαθήσαμε να χτίσουμε. Και φυσικά ήταν πιο ζωντανός απ’ όλους μας. Εν τω μεταξύ ο Πέδρο, τσιγάρισε τις πιπεριές και το σκόρδο, έκοψε τον κόκορα σε κομμάτια που το μάτι του έκρινε κατάλληλα για την Παέγια, και στο γουδί (της Τασίας) χτύπησε μαϊντανό και σκόρδο. Η Καίτη ανέβηκε για να βοηθήσει. Όπως πάντα, ένας μικρός από μηχανής θεός. Καθώς το πτηνό τσιγαριζόταν υπό την πάνσοφη επίβλεψη 2 πενηντάρηδων, τα κορίτσια Ειρήνη- Ναυσικά με έπαιρναν τηλέφωνο για οδηγίες. Φροντίσαμε να στήσουμε μια μικρή οδύσσεια. Πάρκαραν δίπλα στο σπίτι, για να περπατήσουν με 2 θεσπέσια γλυκά ανά χείρας περίπου 2 χιλιόμετρα προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Τελικώς έφτασαν, κουβαλώντας μαζί τους πολλά και διάφορα. Ανεμελιά, ωριμότητα που ωριμάζει, κέφι, γέλιο, παρατηρητικότητα, θαυμασμό για τον δάσκαλό τους και μεγάλη διάθεση για πιόμα. Δεν άργησε να έρθει κι’ αυτό. Όταν το ήδη τσιγαρισμένο πτηνό έπεφτε στην κατσαρόλα μαζί με τον αρακά και την ντομάτα για να «μαλακώσει» οι νεανίδες στο μπαλκόνι έπεφταν στην αγκαλιά του «Διονυσιακού» κράσου. Σε λίγη ώρα οι τρείς χάριτες Λίνα, Ναυσικά, Ειρήνη, έγιναν μπαούλα με την τελευταία να σπάει τα κοντέρ της σούρας. Κάπου 20 λεπτά μετά τον γερό βρασμό, η Παεγέρια του Πέδρο καπάρωσε τα τρία από τα τέσσερα μάτια της κουζίνας. Το φαγητό άρχισε να αποκτάει και μια πτυχή μάρκετινγκ. Το ‘σάνγκρε ντε τόρο’, αντικατέστησε την βαρβατίλα του βουνού – όπερ σημαίνει κρασί Μήτσου από Οκτωνιά. Τα γούστα άρχιζαν να βγαίνουν. Στην Παεγέρια γινόταν της κολάσεως. Ο Πέδρο έβαλε το ρύζι (νυχάκι) και εστίασε την προσοχή του για το γκραν φινάλ. Πρόσθεσε το μίγμα σκόρδου-μαϊντανού και τις πιπεριές, έσβησε τα μάτια και άφησε την Παέγια να ηρεμήσει. Έξω, θέλαμε φαγητό για να καλύψουμε την σούρα και τα άπλυτα που είχαν βγάλει στην φόρα οι τρελές. Μετά από 9 μπίρες και έναν ‘κολλητό’ θες πολύ φαί. Και αυτό ακριβώς συνέβη. Στα αποκαλυπτήρια ο Νίκος the Monster λύγισε, όπως περίτρανα αποδεικνύει και η φωτογραφία. Το τι αισθάνεσαι όταν η Παέγια παίρνει την άγουσα για τον οισοφάγο σου δεν περιγράφεται με καμία κατεκτημένη από την ανθρωπότητα συνταγή μετάδοσης αισθήσεων. Ούτε αυτό το κειμενάκι, ούτε οι φωτογραφίες καλύπτουν το ενσταντανέ που διαδραματίστηκε. Άξιζε τον κόπο. Δηλαδή τον κόπο του Πέδρο. Εμείς ψωνίσαμε και προσφέραμε τον χώρο. Ο Πέδρο μας ταξίδεψε κάπου αλλού. Γιατί σίγουρα αυτό δεν τον τρως παρά είτε μόνο στην Ισπανία, είτε από κάποιον έχοντα συγκροτημένων αισθητικών προϋπαρχόντων Ιβηρικών βιωμάτων. Αν πατρίδα μας είναι η παιδική μας ηλικία, τότε ο Πέδρο είναι Ισπανός, αλλά από την άλλη έχει όλα τα φόντα ώστε να αναπαράγει με πρωτόλεια βιωματικό τρόπο ότι τον συναρπάζει.
Κι ύστερα ήρθε ο χορός. «El bello sol se levanta», μας τραγούδαγε ο Compay Segundo όταν το σαλονάκι μετατράπηκε σε χορευτική πίστα σύσσωμης της τάξης των ισπανικών. Την αρχή έκανε (ποιος άλλος) ο Παναγιώτης με την Ναυσικά, Ειρήνη και Νίκος ακολούθησαν για να κλείσει η όλη γελοιότητα με την παρουσία Λίνας και γράφοντος. Φυσικά ο Πέδρο ήταν παντού! Γλυκό μάλλον ήθελα μόνο εγώ. Τελικά όλοι δοκιμάσαμε μια απόπειρα (επιτυχημένης- πλην ζάχαρης) κρέμας Καταλάνα που δοκιμάσαμε να φτιάξουμε το Σάββατο το βράδυ, αλλά και κάτι φοβερές τούρτες που έφεραν οι τρελές. Όταν τα χρώματα του σούρουπου κάλυψαν τον αττικό ουρανό μας συντρόφευσε ο καφές και η καλή κουβέντα. Ο Γιώργος κοιμότανε κάτω, χωμένος κάπου μεταξύ ενός έντονου κατασκευαστικού πυρετού Οκτωνιάς και ΙΚΕΑ, κι Καίτη είχε εγκατασταθεί μαζί μας. Είναι σαφές ότι δεν «κολλάει» πουθενά κι αυτή είναι η μεγαλύτερη δυνητική ελευθερία της. Πόσα λίγα έχουμε ζήσει μπροστά της; Πόσο κομπλεξικοί είμαστε ως γενιά; Η Ειρήνη είχε να πάει σε κάτι γενέθλια (και όχι στον Γκούφυ όπως θα έπρεπε), ο Νίκος ανέλαβε να την μεταφέρει και ο Παναγιώτης πήγε σ’ έναν άλλο δάσκαλο λίγο πιο πέρα. Οι εναπομείναντες συζητήσαμε: ταξίδια, φωτογραφίες, μουσική, ταινίες, εμπειρίες. Σιγά σιγά έκανε την εμφάνισή του ο πονοκέφαλος, ανίκανος όμως να μας την σπάσει. Γύρω στις 8 η Ναυσικά πήρε τον Πέδρο και έφυγαν για την παλιά Αθήνα. Έπρεπε να μαζέψουμε. Βάλαμε δυο πλυντήρια, πλυθήκαμε κι εμείς, ετοιμάσαμε τα πράγματά μας για την εργαζόμενη-σπουδαζόμενη αυριανή ημέρα και γουστάραμε την Κυριακή που είχαμε μόλις ζήσει. Μια γερή τζούρα ευχαρίστησης στην καθημερινότητα της μικροαστικής επιβίωσης των microwavable γευμάτων. Λίγο πριν το ασφαλιστικό περάσει αέρας από δίπλα μας. Μιζεριάζω πάλι. Ήταν απλά υπέροχο. Δεν είναι τίποτα παρά μια απόφαση παιδιά. Άντε και για τα επόμενα.Muchas Gracia Perdo. Pealla fue maravillosa!
Κάπως έτσι ξεκινήσαμε. Το Σάββατο λαϊκή. 2 ματσάκια μαϊντανό (με όσο το δυνατόν μικρότερα φύλλα), 2-3 πιπεριές Φλωρίνης (η ελλαδική επιρροή του Πέδρο, γιατί ούτε στην κουζίνα δεν έχουμε πατρίδα), μια χούφτα φρέσκος αρακάς, ξερό (μιας και δεν είχε φρέσκο) σκόρδο, ζουμπούλια και νεραγκούλες για ντεκόρ. Και βουρ για τον χασάπη: Ολάκερος ο κόκορας, κομμένος στα δυο, ο ει δυνατόν περισσότερο αλανιάρης κι άτακτος. Μόλις 13 ευρώ (πως φαίνεται ο άνθρωπος που δεν ψωνίζει συχνά). Κάτι άλλο; Όχι. Ο Πέδρο φρόντισε να φέρει τις δικές του ντομάτες και σαφράν για να ‘χρωματίσει’ την Παέγια. Έφερε επίσης ένα νοστιμότατο σαλάμι ιταλικής προελεύσεως του οποίου το όνομα μου διαφεύγει και το δικό του σκεύος που θα οδηγούσε την παραδεισένια ακολασία: Την Παεγέρα!
Ήταν Κυριακή στις 12 πμ όταν τον συναντήσαμε σε κάτι ωραίους δρόμους της παλιάς Αθήνας. Εκεί που κάποτε τα σπίτια ήταν εξοχικά και τώρα αποσυντίθενται στην δίνη της βλαχο-μπαρόκ αισθητήριας δικτατορίας. Με τα συμπράγκαλα του και πολύ μεγάλη όρεξη ώστε να κάνει τους μαθητές του ακόμη πιο συνεπαρμένους με το εφαλτήριο καταγωγής του. Είχε μαζί του τρεις πολύ ενδιαφέροντες, υπέροχους (το λέω αυτό για να μην μου γκρινιάξει η Λίνα που λατρεύει το Φλαμένκο) ισπανικούς δίσκους που συνόδευσαν τόσο την διαδρομή μας μέχρι την Ν.Σμύρνη όσο και την υπόλοιπη μέρα μας, πριν και μετά το φαγοπότι. Στο σπίτι ο Πέδρο ξεκίνησε αμέσως. Το ίδιο κάναμε και εμείς με τα κρασιά. Κόκκινο Οκτωνιάς για αρχή, μια βαριά και συνετή υποθήκη για τα χρόνια που έρχονται. Ο πρώτος που έφτασε (μαθηματικός) ήταν φυσικά ο Παναγιώτης. Και αυτό νομίζω λέει πολλά. Αυτή την φορά δεν χάθηκε για περισσότερο από 10 λεπτά. Ξεκίνησε να πίνει αμέσως. Νομίζω ότι έχει πλέον μια ενσωματωμένη κάβα μέσα του. Ο Νίκος ήρθε απ’ την Πάτρα. Έκανε μια γενναία μετάβαση απ’ την θλίψη του πρωινού του, στην αντίπερα όχθη που προσπαθήσαμε να χτίσουμε. Και φυσικά ήταν πιο ζωντανός απ’ όλους μας. Εν τω μεταξύ ο Πέδρο, τσιγάρισε τις πιπεριές και το σκόρδο, έκοψε τον κόκορα σε κομμάτια που το μάτι του έκρινε κατάλληλα για την Παέγια, και στο γουδί (της Τασίας) χτύπησε μαϊντανό και σκόρδο. Η Καίτη ανέβηκε για να βοηθήσει. Όπως πάντα, ένας μικρός από μηχανής θεός. Καθώς το πτηνό τσιγαριζόταν υπό την πάνσοφη επίβλεψη 2 πενηντάρηδων, τα κορίτσια Ειρήνη- Ναυσικά με έπαιρναν τηλέφωνο για οδηγίες. Φροντίσαμε να στήσουμε μια μικρή οδύσσεια. Πάρκαραν δίπλα στο σπίτι, για να περπατήσουν με 2 θεσπέσια γλυκά ανά χείρας περίπου 2 χιλιόμετρα προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Τελικώς έφτασαν, κουβαλώντας μαζί τους πολλά και διάφορα. Ανεμελιά, ωριμότητα που ωριμάζει, κέφι, γέλιο, παρατηρητικότητα, θαυμασμό για τον δάσκαλό τους και μεγάλη διάθεση για πιόμα. Δεν άργησε να έρθει κι’ αυτό. Όταν το ήδη τσιγαρισμένο πτηνό έπεφτε στην κατσαρόλα μαζί με τον αρακά και την ντομάτα για να «μαλακώσει» οι νεανίδες στο μπαλκόνι έπεφταν στην αγκαλιά του «Διονυσιακού» κράσου. Σε λίγη ώρα οι τρείς χάριτες Λίνα, Ναυσικά, Ειρήνη, έγιναν μπαούλα με την τελευταία να σπάει τα κοντέρ της σούρας. Κάπου 20 λεπτά μετά τον γερό βρασμό, η Παεγέρια του Πέδρο καπάρωσε τα τρία από τα τέσσερα μάτια της κουζίνας. Το φαγητό άρχισε να αποκτάει και μια πτυχή μάρκετινγκ. Το ‘σάνγκρε ντε τόρο’, αντικατέστησε την βαρβατίλα του βουνού – όπερ σημαίνει κρασί Μήτσου από Οκτωνιά. Τα γούστα άρχιζαν να βγαίνουν. Στην Παεγέρια γινόταν της κολάσεως. Ο Πέδρο έβαλε το ρύζι (νυχάκι) και εστίασε την προσοχή του για το γκραν φινάλ. Πρόσθεσε το μίγμα σκόρδου-μαϊντανού και τις πιπεριές, έσβησε τα μάτια και άφησε την Παέγια να ηρεμήσει. Έξω, θέλαμε φαγητό για να καλύψουμε την σούρα και τα άπλυτα που είχαν βγάλει στην φόρα οι τρελές. Μετά από 9 μπίρες και έναν ‘κολλητό’ θες πολύ φαί. Και αυτό ακριβώς συνέβη. Στα αποκαλυπτήρια ο Νίκος the Monster λύγισε, όπως περίτρανα αποδεικνύει και η φωτογραφία. Το τι αισθάνεσαι όταν η Παέγια παίρνει την άγουσα για τον οισοφάγο σου δεν περιγράφεται με καμία κατεκτημένη από την ανθρωπότητα συνταγή μετάδοσης αισθήσεων. Ούτε αυτό το κειμενάκι, ούτε οι φωτογραφίες καλύπτουν το ενσταντανέ που διαδραματίστηκε. Άξιζε τον κόπο. Δηλαδή τον κόπο του Πέδρο. Εμείς ψωνίσαμε και προσφέραμε τον χώρο. Ο Πέδρο μας ταξίδεψε κάπου αλλού. Γιατί σίγουρα αυτό δεν τον τρως παρά είτε μόνο στην Ισπανία, είτε από κάποιον έχοντα συγκροτημένων αισθητικών προϋπαρχόντων Ιβηρικών βιωμάτων. Αν πατρίδα μας είναι η παιδική μας ηλικία, τότε ο Πέδρο είναι Ισπανός, αλλά από την άλλη έχει όλα τα φόντα ώστε να αναπαράγει με πρωτόλεια βιωματικό τρόπο ότι τον συναρπάζει.
Κι ύστερα ήρθε ο χορός. «El bello sol se levanta», μας τραγούδαγε ο Compay Segundo όταν το σαλονάκι μετατράπηκε σε χορευτική πίστα σύσσωμης της τάξης των ισπανικών. Την αρχή έκανε (ποιος άλλος) ο Παναγιώτης με την Ναυσικά, Ειρήνη και Νίκος ακολούθησαν για να κλείσει η όλη γελοιότητα με την παρουσία Λίνας και γράφοντος. Φυσικά ο Πέδρο ήταν παντού! Γλυκό μάλλον ήθελα μόνο εγώ. Τελικά όλοι δοκιμάσαμε μια απόπειρα (επιτυχημένης- πλην ζάχαρης) κρέμας Καταλάνα που δοκιμάσαμε να φτιάξουμε το Σάββατο το βράδυ, αλλά και κάτι φοβερές τούρτες που έφεραν οι τρελές. Όταν τα χρώματα του σούρουπου κάλυψαν τον αττικό ουρανό μας συντρόφευσε ο καφές και η καλή κουβέντα. Ο Γιώργος κοιμότανε κάτω, χωμένος κάπου μεταξύ ενός έντονου κατασκευαστικού πυρετού Οκτωνιάς και ΙΚΕΑ, κι Καίτη είχε εγκατασταθεί μαζί μας. Είναι σαφές ότι δεν «κολλάει» πουθενά κι αυτή είναι η μεγαλύτερη δυνητική ελευθερία της. Πόσα λίγα έχουμε ζήσει μπροστά της; Πόσο κομπλεξικοί είμαστε ως γενιά; Η Ειρήνη είχε να πάει σε κάτι γενέθλια (και όχι στον Γκούφυ όπως θα έπρεπε), ο Νίκος ανέλαβε να την μεταφέρει και ο Παναγιώτης πήγε σ’ έναν άλλο δάσκαλο λίγο πιο πέρα. Οι εναπομείναντες συζητήσαμε: ταξίδια, φωτογραφίες, μουσική, ταινίες, εμπειρίες. Σιγά σιγά έκανε την εμφάνισή του ο πονοκέφαλος, ανίκανος όμως να μας την σπάσει. Γύρω στις 8 η Ναυσικά πήρε τον Πέδρο και έφυγαν για την παλιά Αθήνα. Έπρεπε να μαζέψουμε. Βάλαμε δυο πλυντήρια, πλυθήκαμε κι εμείς, ετοιμάσαμε τα πράγματά μας για την εργαζόμενη-σπουδαζόμενη αυριανή ημέρα και γουστάραμε την Κυριακή που είχαμε μόλις ζήσει. Μια γερή τζούρα ευχαρίστησης στην καθημερινότητα της μικροαστικής επιβίωσης των microwavable γευμάτων. Λίγο πριν το ασφαλιστικό περάσει αέρας από δίπλα μας. Μιζεριάζω πάλι. Ήταν απλά υπέροχο. Δεν είναι τίποτα παρά μια απόφαση παιδιά. Άντε και για τα επόμενα.Muchas Gracia Perdo. Pealla fue maravillosa!