Έμαθα μια πολύ ιδιαίτερη ιστορία για το πασίγνωστο τραγούδι του Τσιτσάνη το “Μπαξέ Τσιφλίκη” ή αλλιώς “Χατζή Μπαξές”.
Υπάρχει μια αναφορά στον Γιώργο Δαλαμάγκα και το μαγαζί που άνοιξε στην Θεσσαλονίκη το 1935, τα “Κούτσουρα”.
Μέγας αλανιάρης της Θεσσαλονίκης, άνοιξε πολλές και διάφορες ταβέρνες που φιλοξένησαν μεταξύ άλλων και το τρίχορδο του Τσιτσάνη, ο οποίος του χάρισε μέσα από την αναφορά του για τα “Κούτσουρα” μια κάποια υστεροφημία, και αυτό γιατί το μαγαζί έκλεισε έναν χρόνο (1945) πριν την ηχογράφηση και την κυκλοφορία του τραγουδιού (1946).
Το πρώτο του μαγαζί ήταν λέει ένα παλιό τζαμί και το ονόμασε “Το Σιντριβάνι”. Το δεύτερο ήταν τα “Κούτσουρα”, όπου ο πλέον γνωστός θαμώνας του ήταν ένας Εβραίος με πολλά λεφτά, γνωστός ως Ραούλ. Γλεντζές, με περιουσία από επιχειρηματική δραστηριότητα με καπνά. Τώρα, αν δεν ήταν μόνο virginia και berley δεν θα του κρατήσουμε καμία κακία. Όταν λέει ο Ραούλ ερχόταν στο κέφι πέταγε το πιάνο στη θάλασσα. Ίσαμε είκοσι πιάνα πρέπει να είχε πετάξει στο θερμαϊκό, λένε αυτοί οι μυστήριοι τύποι που είναι πάντα εκεί για να παρακολουθούν τους Ραούλ όλου και του κόσμου και να μοιραστούν μαζί μας τα μεράκια τους.
Σήμερα, “η βαρκούλα του Νικάκη”, τα “Κούτσουρα”, το “Καραμπουρνάκι”, το “φίνο ακρογιάλι”, ο “Δαλαμάγκας” στριμώχνονται σε κουπλέδικες αναπαραγωγές, σε ενοχρηστρώσεις με φλάουτο και σαντούρι, σφήνα ανάμεσα σε πιο σύγχρονα “σουξέ” και σε μπεκρή μεζέδες με κρέμα γάλακτος που σερβίρονται με κρασί επιπέδου μυλόξυδου. Οι φωνές δεν είναι ήρεμες. Η Μαριγώ δεν ακούει κανέναν Τσιτσάνη. Ο μπαγλαμάς έχει γίνει τετράχορδο καλωδιωμένο σε ενισχυτή-ντουντούκα για street rap beatbox και φυσικά ο ρυθμός του τραγουδιού τρέχει, γιατί όλοι τρέχουμε και γιατί θα φάμε, θα πιούμε και θα πάμε σπίτι μας.
Άμα και όταν κλείσουμε τα μάτια μας, θα δούμε τον Ραούλ που έχει “γίνει” και απόψε, είναι ωραίος και γουστάρει και πετάει αυτά τα έγχορδα κουτιά με τις ουρές στην μεγάλη αγκαλιά της θάλασσας του Θερμαϊκού. Έτσι, γιατί μπορεί και γιατί γουστάρει.