Εκείνα τα Χριστούγεννα· που ο κόσμος είχε βγει στους δρόμους. Εκείνα τα Χριστούγεννα, στο πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν της Καίτης και του Γιώργου, που ο κόσμος άρχιζε και τελείωνε στο πατρικό· με τους φίλους, τις γιρλάντες, τα κάλαντα, τον Χρήστο ντυμένο ως Άγιο Βασίλη. Στα παλιά σπίτια -τα μικρά σπίτια, τα στριμωγμένα σπίτια- που χώραγαν πολλοί και δεν περίσσευε κανένας· που οι οικογένειες αγκαλιαζόντουσαν στην αντίστροφη μέτρηση στην αλλαγή του χρόνου· του χρόνου που σήμαινε ελπίδα. Εκείνα τα Χριστούγεννα που ανάψαμε το τζάκι γιατί είχαμε πλημμυρίσει, μπας και στεγνώσουν τα έπιπλα· εκείνα τα Χριστούγεννα που ο παππούς ανέβαινε στα κρυφά για να κρύψει τα δώρα και η Ευαγγελία έφτανε σημαιοστολισμένη πολύ πριν τους πρώτους επισκέπτες για να μοιράσει τα φακελάκια της· τα Χριστούγεννα που είχε έρθει ο Άθως απ΄την Κύπρο και ανοίξαμε τα δώρα μας το χάραμα, με τις μπαταρίες μας στο μηδέν, σε εκείνες τις βαθιές βουτιές που επιχειρούν τα παιδιά. Ανάμνηση είναι· της ζωής που προχωράει και ξεγλιστράει μέσα από τα χέρια μας. Μόναδα μέτρησης είναι· ακόμη ένα. Απάντηση στην ματαιότητα είναι· να ανήκεις σ’ εκείνη την μειονότητα του πληθυσμού, που θέλει και ίσως και να μπορεί, να προσποιηθεί πως όλα είναι καλά. Για μια βδομάδα.
“Τα Χριστούγεννα είναι μια γιορτή για παιδιά” λέει ο κύριος στο διπλανό τραπέζι. Μεσήλικας, με το προγούλι του δυτικού κόσμου, καλοντυμένος, με το χάπι της σεροτονίνης να μετράει ήδη μερικά χρόνια μέσα του· με άδειο στομάχι· πριν τον πρωινό καφέ. Απογοητευμένος που τα Χριστούγεννα δεν είναι και δεν μπορούν να γίνουν όπως παλιά. “Ο κόσμος άλλαξε. Πάνε εκείνα τα ξένοιαστα χρόνια. Και τα παιδιά σήμερα, είναι κυνικά. Απομονωμένα. Σε τι να πιστέψουν; Στην μιζέρια μας; Δεν βλέπεις πως έχουμε καταντήσει” – συνεχίζει να λέει στην παρέα του. Έχει δίκιο ή άδικο, σκέφτομαι, ενώ απορρίπτω το ενδεχόμενο να παραβρεθώ στην πλειοψηφία των καλεσμάτων μου για φέτος. Μια θεία που μας θυμάται από υποχρέωση -και μάλιστα μαγειρεύει και μέτρια, ενώ η ίδια φαίνεται να το αγνοεί. Κάτι φίλοι που δουλεύουν σε πολυεθνικές· ανακάλυψαν το leasing και το paddle, αφού πρώτα ξέχασαν την αντισύλληψη· ένας μποέμ καλλιτέχνης που ζει στα Εξάρχεια· ποιητής τα βράδια, λογιστής το πρωί· κάπου μεταξύ του excel και του Ballentines, με κυλιόμενους έρωτες και μπόλικη ματαίωση. Μια γειτόνισα, με οσμές παραδοσιακού απ’ την κουζίνα της και δύο ή τρία -ποτέ δεν καταφέρνω να το θυμηθώ αυτό- παιδιά που τα αποκαλεί σχεδόν νευρωτικά βλαστάρια της. Τα παιδιά; Τα σκεφτόμαστε άραγε πάντοτε ως πρόσχημα -μετά από κάθε ηλικία- σε κάθε μας ματιά στον καθρέφτη; Τα επινοούμε πριν τα αποκτήσουμε; Σε μια βραδιά με τα κανάλια μας ανοικτά μου είχε πει: “οι άνθρωποι εδώ είναι καλοί μόνο με τα παιδιά των άλλων”. Τα παιδιά των άλλων.
Εκείνο το παιδί που έλεγε συνέχεια ψέμματα. Που έγινε χειριστικό. “Έχει ναρκισσιστική διαταραχή” είπε η ψυχολόγος -με ba ιδιωτικού κολλεγίου και μέτρια αγγλικά αλλά με προφορά Oxfordshire- από το ακριβό σχολείο των βορείων προαστιών. Eκεί πάνε όλα τα παιδιά με αποκλίνουσα· την ψυχολόγο εννοώ φυσικά, όχι το σχολείο. Τα παιδιά που φοράνε ακουστικά στα αυτιά· σώζουν εικόνες απ’ τα νύχια που θα φτιάξουν στο pinterest. Επινοούν τους κόσμους των screenshot πριν αυτοί τους καταπιούν· στέλνουν ηχητικά· γράφουν ανορθόγραφα -από επιλογή-· ξέρουν τι σημαίνει η λέξη bullying και πως σε ζαλίζει το vape με άρωμα βανίλια μαδαγασκάρης – αλλά η μαδαγασκάρη είναι παιδικό και όχι νησί της Αφρικής· πίνουν φούντες περιπτέρου· “που να στρίβεις κιόλας”· Ξέρουν τι θα πει “λιν” και “τούσι”· γεννημένα μικρομέγαλα, με κλεμμένα όνειρα· γεννημένα κυνικά, με δανεική αγάπη· η μισή απομακρύνθηκε από υπογραφή συμβολαιογράφου -με πράσινο στυλό- ενώ στα bluetooth ακουστικά έπαιζε Σάττι. “Έχει 10 σελίδες γνωματεύσεις ο καημένος· που να στα λέω· μας κάνανε ήδη κουβέντα για παράλληλη στήριξη· προχθές κατουρήθηκε πάνω του· δεν ήθελε να πάει εκδρομή· κλείνεται στο δωμάτιό του και δεν μας μιλάει”.
Εκείνο το παιδί που μοιράστηκε το δωμάτιό με τη μικρή αδερφή· το σαλόνι με τους γονείς, και έναν γάτο -που φυσικά τον βαρέθηκε όταν την έκανε με ελαφρά από κει μέσα-, σε μια χαμηλοτάβανη πολυκατοικία, σε μια χαμηλοτάβανη συνοικία, στην πιο χαμηλοτάβανη πόλη. Απαγορεύεται να ονειρευτείς πέραν του αλγόρυθμου του τικ τοκ που σου πετάει βλεφαρίδες, κάλπικα beef, dubai chocolate, έναν μαλάκα που τον φωνάζουν “λίγδα” τα 12χρονια και το φλεξάρισμα κάθε αμόρφωτου ράπερ από το επαλ στα δυτικά που γράφει ανορθόγραφα το όνομά του αλλά κατάφερε να αγοράσει mercedes με led φώτα στο πάτωμα. Αυτό το παιδί που δεν μπορεί να νιώσει· που πήγε ταξίδι στο εξωτερικό με τον βιαστή του -άλλα βάρεσε τατού δράκο γιατί “I survived και I am strong”· γιατί οκ “το είχαν κλείσει το ταξίδι, και άλλωστε σε λίγο καιρό θα τον παρατούσε”· Συνέπεια στην φυγή της απέραντης μοναξιάς· χωρίς φίλους πια· χωρίς ποτέ φίλους· χωρίς καμία αξίωση από τη ζωή· σχεδόν χωρίς ζωή.
Εκείνο το παιδί που περπάτησε από μια άλλη ήπειρο για να γλιτώσει· να φτάσει σε μια άλλη χώρα που ο άρρωστος παππού του, του έδειξε σε μια σκισμένη καρτ ποστάλ, από μια παραλία πολύ μακριά από την πραγματικότητα. Βουνά, λαγκάδια, ερειπωμένα χωριά, σύνορα με φράχτες, μπάτσοι όλων των χωρών και όλων των εθνικοτήτων, ρατσισμός, βλέμματα, σωματέμποροι· μια φουρτουνιασμένη θάλασσα -που δεν ήταν μπλε όπως στην καρτ ποστάλ αλλά γκρίζα- και ένα αέρα θυμωμένο· μια πλαστική βάρκα, ένας “κύριος” με κουκούλα και όπλο, σπρωξίματα, φωνές, απλωμένα χέρια σε φακέλους και ξαφνικά στα βαθιά· “Μην φοβάσαι χαμπίμπι”· “μην φοβάσαι”. “χαμπίμπι”· η μόνη λέμβος στον κόσμο. Η μόνη παρηγοριά στον κόσμο των ανθρώπων. Τώρα ζει σε κοντέινερ. Το δείχνουν στις ειδήσεις. Μάλλον φοράει μαντήλα. Έχει για κατοικίδια ποντίκια. Και τα παιχνίδια του είναι τα παλιά παιχνίδια των κανονικών παιδιών της χώρας. Αυτών που για μερικές μέρες θέλουν να καταλάβουν πως μυρίζει πραγματικά η ζωή. Των άλλων, όχι η δική τους.
Εκείνο το παιδί που μεγάλωσε απότομα· εξετάσεις -πιο πολλές το Σεπτέμβριο-, απολυτήρια -που δεν ήρθαν ποτέ- και κυρίως διαγωγή. Με μια απώλεια στην πλάτη, τον γονέα 1 με ψυχοφάρμακα –“σιγά ρε μπρο δεν είναι τίποτα τα ζάναξ, σ’ ένα πάρτι είχα φάει 5· μπρο, γέλαγα γιατί δεν ένιωθα το αριστερό μου αρχίδι”-, μια σύνταξη της γιαγιάς, τσακισμένη από τις “κρίσεις”. Το βλέμμα κάπως κενό· κυνικό· “γουάλα, κάπως πρέπει να ζήσω και γω μαν μου”. Βρώμικα σνίκερς, δικάβαλα, μαυρισμένα μάτια, βαμμένοι τοίχοι, πεσίματα, κουβαλήματα, “μεταφορές” και “πακέτα”· πέταλα και συνθήματα, γκραφίτι, μόστρες, ραντεβού· “σήμερα θα βγούμε σέντρα· δέκα εμείς- δέκα αυτοί· όλοι από κοντινές γειτονιές, αλλά το ξέρουμε αυτοί είναι στράκια θα φέρουν δικούς τους από μακριά· λένε για έναν μποξέρ, μ ένα σημάδι· πρέπει να είναι σαράντα χρονών”. Επιβίωσε πάντως. Μια αμελητέα διάσειση γιατί τον κλοτσάγανε όταν έπεσε κάτω –“ρε σου είπα δεν έπεσα”– ενώ ο κώδικας έλεγε δεν χτυπάμε πεσμένους. Μπα; Ακόμα και η κοινωνική σήψη έχει κώδικα. Μια θείτσα από ένα μπαλκόνι τα έγραψε όλα, αλλά από παλιό κινητό με θολή κάμερα, κάπως όπως και η ίδια η ζωή: το ντου, τους τσιλιαδόρους, την δεύτερη ομάδα κρούσης για παν ενδεχόμενο, εκείνον που τράβηξε μαχαίρι –“μα είχαμε πει ρε μόνο χέρια· το είχαμε πει ρε με τα μπάσταρδα· αλλά τώρα θα δούνε”-, τον μικρό που έπεσε· δίπλα μου· “αν ήξερα ότι το αίμα είναι ζεστό και κολλάει· αηδία μπρο· αλλά ο μικρός σηκώθηκε, είναι στο νοσοκομείο και όλα κομπλέ· θα παίξει τατουαζάρα δίπλα απ’ το σημάδι· μαχαιριά στα 13 και σηκώθηκε; πόσο πιο ρισπέκτ μπρο· γουάλα, τώρα θα γυρίσει η φάση· σκέψου αυτός πόσο θα σκληρύνει· σκέψου τι θα τους φτιάξει σε 5-6 χρονάκια· την έχουν γαμήσει για τα καλά”.
Η κίνηση είναι διπλάσια. Το ίδιο και τα malox. Οι τυχεροί πάνε Παρίσι· ή στην Βιέννη με τις υπαίθριες χριστουγεννιάτικες αγορές και το ζεστό στιφό και τρισάθλιο κρασί που απλά σε σώνει απ’ το κρυοπάγημα. Καλά κάποιοι πάνε στο Ντουμπάϊ· Να θυμηθώ να προσπαθήσω να απαντήσω για ποιο λόγο να θέλει κάποιος να πάει στο Ντουμπάϊ. Να ψάξω να βρω μια απάντηση. Τι διάολο κοινωνικός επιστήμονας είμαι. Θέατρα, εστιατόρια, κομμωτήρια, νυχάδικα, παιχνιδάδικα, μαγαζιά. Δωράκια. Γεμάτα τραπέζια. Λιγομίλητα. “Αυτήν ακόμα να την πιάσουν που έχει σκοτώσει τα παιδιά της;”, “Έφαγες λάβα μελομακάρονο; είχε 20 λεπτά ουρά χθες;”, “Καλά το spotify wrapped μου ακραίο; Καμία σχέση με μένα, πραγματικά απορώ!”, “Τι! δεν σου άρεσε το Μαέστρο;”, “Το ξέρεις ότι έρχεται καινούργια παγκόσμια οικονομική κρίση; Να επενδύσεις σε bitcoin”, “Κοίτα να δεις που ο Τραμπ θα σταματήσει τον πόλεμο και θα διαλύσει και για τα καλά την woke agenda”, “Το zoom στο iphone pro max είναι ακραίο”, “Από ποιον να χάσει ο Μητσοτάκης; Απ’ τον Ανδρουλάκη”,”Ότι και να λένε το ozempic αδυνατίζει τρελά. Έχασα 1,5 κιλό την εβδομάδα που δεν πήγα καν pilates”, “να δοκιμάσεις την μπεσαμέλ του Άκη. Μιλάμε δεν σβολιάζει με τίποτα”.
10….9…8…7…5.
Πυροτεχνήματα, φιλιά, αγκαλιές
But the fool on the hill sees the Sun going down
And the eyes in his head see the world spinning ’round