-Χορεύεις;
– Χορεύω.
-Και γιατί δεν με χόρεψε χθες;
– Δεν χορεύω σάλσα;
– Γιατί;
– Γιατί μιλάω ισπανικά και καταλαβαίνω τους στίχους
– Ε και τι μ’ αυτό;
Είναι τόσο μαγικό να μην καταλαβαίνεις. Σας το λέω αλήθεια λυπάμαι τους ανθρώπους που δεν καταλαβαίνουν. Τους κενούς, όχι τους χαζούς. Αυτό είναι άλλο. Λυπάμαι τους ανθρώπους που δεν μπορούν να καταλάβουν. Που δεν τους καίγεται καρφί. Που δεν θέλουν, δεν έχουν χρόνο. Ποτέ και για κανέναν εκτός από τον εαυτό τους. Λυπάμαι τους ανθρώπους που δεν θα ζήσουν ποτέ μια ζωή για τους άλλους. Που δεν θα κάνουν σχέσεις, δεν θα δώσουν δεκάρα από το μέσα τους. Λυπάμαι τους ανθρώπους που ανά πάσα ώρα και στιγμή μπορούν να κοιμηθούν. Λες και ο ύπνος είναι φυγή.
– Γιατί δεν μου απαντάς; Τι σκέφτεσαι;
– Σκεφτόμουν ότι στα ισπανικά το αισθάνομαι και το λυπάμαι είναι ομόρριζες λέξεις. Γιατί συμβαίνει αυτό; Μήπως η λύπη είναι το μόνο εν τέλει συναίσθημα;
– Εγώ σε ρωτάω γιατί δεν χορεύεις σάλσα, πως σου ήρθε όλο αυτό;
– Καταλαβαίνω τους στίχους. Μιλάνε για ανθρώπινο πόνο -παρά τον δυνατό ρυθμό- και εσείς χορεύετε. Είδες; Θύμισέ μου να ανοίξω στο σπίτι το λεξικό. Να δω μήπως η ευτυχία και η άγνοια είναι και αυτές ομόρριζες λέξεις.
Ο Κ στεναχωρήθηκε για την Ουκρανία. Έβαλε μια σημαία στο προφίλ του, πήγε σε δύο αντιπολεμικές διαδηλώσεις. Είδε τη φρίκη του πολέμου να του ξυπνάει την ενσυναίσθηση. Αυτή που κοιμόταν για την Παλαιστίνη, τη Συρία, την Υεμένη, την Γιουγκοσλαβία, το Βιετνάμ, την Καμπότζη, την Χιλή. Στην αποφορά του δυτικισμού, μια συμπόνοια ταϊσμένη από τις ιδεολογικές διαθλάσεις, ένα καλειδοσκόπιο που επιλέγει που χωράνε δάκρυα και που οι βόμβες “εκδημοκρατίζουν” και είναι ευεργετικές.
“Νιώθω να είμαι χαμένη. Νιώθω μερικές φορές ένα πνίξιμο. Νιώθω μοναξιά. Τώρα τι; Γι’ αυτό πήρα το τρένο και ήρθα Αθήνα, έτσι να αλλάξω παραστάσεις. Μόνο εγώ είμαι έτσι; Μήπως απλά αποτρελαίνομαι”; Πολλές ερωτήσεις σε μια κουβέντα over wine. Η φιλία είναι ένα ξέφραγο αμπέλι, αλλιώς δεν είναι φιλία. Δεν χωράνε μυστικά, οι άνθρωποι γνωρίζονται μεταξύ τους στο ξεγύμνωμα. Η Ι κρατώντας ένα ξηρό κόκκινο κρασί, με λίγα δάκρυα στην κόγχη του ματιού, με το χαμένο βλέμα των 20άρηδων που αποφασίζουν να κοιτάξουν πίσω στην άβυσσο. Μια αγκαλιά, ένα προχώρα· ναι, οι συμβουλές είναι κούφια λόγια και τα λόγια δεν σε πάνε πουθενά. Ή μήπως όχι; Μια ένδειξη του μεγαλώνω είναι όταν ακούς να σου λένε πράγματα που θυμάσαι; Ι έχω υπάρξει και γω σ΄αυτό το κενό. Προχώρα. Μια βουτιά είναι.
Τι ακριβώς είναι η ευρωπαϊκή παιδεία; Οι μεγάλες ανθρωπιστικές ιδέες μας λέει ο γερο-Στάινερ. Η ανοιχτή πρόκληση των ανθρώπων στην κατανόηση, η αριστοκρατία του ανθρωπισμού. Και όλα αυτά τα καταλαβαίνουμε ή τα συζητάμε σε καφέ. Γράφει ο Τζωρτζ Στάινερ (και τον ευχαριστούμε): “Τα αλεξικέραυνα πρέπει να είναι γειωμένα. Ακόμα και οι πιο αφηρημένες, μεταφυσικές ιδέες πρέπει να πατάνε στην πραγματικότητα. Πως μπορεί να γίνει αυτό με την ιδέα της Ευρώπης; Η Ευρώπη αποτελείται από καφενεία, από cafés. Αυτά εκτείνονται από το αγαπημένο του Πεσσόα στη Λισσαβόνα μέχρι τα cafés της Οδησσού, που τα στοιχειώνουν οι κακοποιοί του Ισαάκ Μπάμπελ. Απλώνονται απ’ τα cafés της Κοπεγχάγης, που προσπερνούσε ο Κίγκεργκωρ στους μοναχικούς του περιπάτους, μέχρι τους πάγκους των καφενείων του Παλέρμο. Δεν βρίσκει κανείς παλιά, ή καθοριστικής σημασίας καφενεία στη Μόσχα, η οποία είναι ήδη προάστιο της Ασίας. Ελάχιστα βρίσκει στην Αγγλία, μετά από μια βραχύβια μόδα τον 18ο αιώνα. Κανένα στη βόρειο Αμερική, μ΄εξαίρεση το προκεχωρημένο γαλατικό φυλάκιο της Νέας Ορλεάνης. Χαράξτε το χάρτη των καφενείων και θα έχετε μια απ’ τις πιο ουσιαστικές οριοθετήσεις της ‘ιδέας της Ευρώπης’. Το καφενείο είναι τόπος για κρυφές συναντήσεις και για συνωμοσίες, για διανοητικές συζητήσεις και για κουτσομπολιό, για τον Flâneur και για τον ποιητή, ή τον μεταφυσικό και το σημειωματάρι του. Είναι ανοικτό σε όλους, αλλά την ίδια στιγμή είναι μια λέσχη, μια μασονία, που προσφέρει πολιτική ή φιλολογική-λογοτεχνική αναγνώριση και προγραμματική παρουσία. Ένα φλιτζάνι καφέ, ένα ποτήρι κρασί, ένα τσάι με ρούμι σου εξασφαλίζουν έναν χώρο για να δουλέψεις, να ονειρευτείς, να παίξεις σκάκι, ή απλά να περάσεις τη μέρα σου καθισμένος κάπου ζεστά. Είναι λέσχη του πνεύματος και ταχυδρομείο του αστέγου”.
Μια φωτογραφία από τη Βίλα. Στην Αθήνα των 90s δεν χρειαζόταν και πολύ κουβέντα όταν κάποιος αναφερόταν στη “Βίλα” ή στην Λέλας. Θυμάμαι πολύ καλά την πρώτη φορά που με πήγαν. Θα μουν δεν θα μουν 13, σ’ αυτές τις Σαββατιάτικες βόλτες με τους συμμαθητές -που συνήθως ήταν μια βόλτα στην Ηφαίστου- ένας μεγαλύτερος της παρέας μας πήγε στην Βίλα. Θυμάμαι την πλατεία Εξαρχείων και τα pcάδικα της Στουρνάρη. Θυμάμαι στο περπάτημα για την Αχαρνών, την απόσκομη όψη της πόλης, το κέντρο παρατημένο και βρώμικο. Θυμάμαι τον λιγοστό κόσμο έξω απ’ το μουσείο, κάτι παλιά ξενοδοχεία, την θανατίλα της Βάθης. Κάπου εκεί ένα γωνιακό κτίριο. Έχει ζουμί το ημίτονο. Η γωνία δεν είναι τυχαία. Είναι η διασταύρωση αυτής της ένωσης των δύο τελειών· Η σκάλα παλιά. Οι αφίσες ξεθωριασμένες, χωρίς να μπαίνει και πολύ φως. Στη Βίλα το φως δεν έμπαινε απ΄τα παράθυρα, στη Βίλα το φως ήταν οι άνθρωποι της. Στη Βίλα τα όνειρα δεν έπεφταν για ύπνο. Τι είναι αυτοί εδώ; Τι κάνουν; Οι καινούργιοι; Μήπως κάπως είναι χαφιές; “Ρε συ είναι ανήλικοι, γιατί τους έφερες; Πως σε λένε μικρέ; Θες τσιγάρο;” -Βαγγέλη, τι θα πει αυτοργάνωση; Υπήρξαμε μικροί· με μεγάλες καρδιές και μεγάλα όνειρα. Στη Βίλα γνώρισα τον Προμηθέα. Στη Βίλα πρωτοείδα τη φωτιά· Στη Βίλα έμαθα πως τα γέλια των ανθρώπων γίνονται πιο αληθινά όταν ανταμώνουν· πως τα σκιάχτρα φοβίζουν επειδή είναι ψεύτικα. Να σκαρώνουμε τη φωτιά. Αμαλίας και Χέυδεν γωνία· για πάντα.
Ο Ηρόδοτος. Τον κατέστρεψαν στη σχολική ύλη, αυτόν τον σπουδαιότερο παραμυθά μετά τον Όμηρο. Αυτόν που -όπως κάθε αρχαίος εδώ που τα λέμε- μάλλον επειδή είναι απόκοσμα μακρινός τα είπε όλα. Στην ιστορία λοιπόν του Κροίσου, όταν συνθέτει το ανθρωπολογικό υπόβαθρο της “Ανατολής”, ο Ηρόδοτος δεν βρίσκει καμία διαφορά με τους Έλληνες. “Τα σπουδαία έργα των ανθρώπων” αναφέρει, υπογραμμίζοντας πως στην “ανθρωπότητα” δεν χωράει η διαίρεση Δύσης και Ανατολής. Ο πολιτισμός δεν είναι ζυγαριά. Οι κουλτούρες δεν ζυγίζονται. Στα δεινά όμως του πολέμου, όταν η Ασία αποφασίζει να εκδράμει (Κροίσος, Δαρείος, Ξέρξης) καθόλου φίλα προσκείμενη, οι διαφορές είναι σημαντικές. Όταν βέβαια ο Ηρόδοτος έχει γίνει αστρόσκονη πολυτελείας, ο συνάδελφος του Αρριανός θα δει την Δύση να προσπαθεί να “εκπολιτίσει” την Ανατολή “εξευγενίζοντας” τα ήθη των βαρβάρων, με πράξεις βαθύτερα βαρβαρικές. Ψάχνουμε να βρούμε τις διαφορές μας, όταν το σκοτάδι είναι το πραγματικό μας κοινό.
Η Λ ζητάει δικαιοσύνη. Δικαιοσύνη; Τι περίεργη λέξη; Υπάρχει άραγε κανείς που να μπορεί να την ορίσει; Γράφει γι’ αυτή την αόριστη κυρία ο μέγας δάσκαλος Μαλατέστα: “αφήνουμε κατά μέρος τη δικαιοσύνη, έννοια πολύ σχετική, που χρησιμεύει πάντοτε ως το πλαίσιο όλων των μορφών καταπίεσης, όλων των αδικιών και η οποία συχνά δεν σημαίνει τίποτ’ άλλο από εκδίκηση”. Και να η λέξη που δεν μπορεί να υπάρχει σε καμία εκδοχή της δικαιοσύνης, η εκδίκηση. Αυτό που μπορεί να διαφοροποιεί τους επαναστάτες από τους χαλίφηδες στη θέση του χαλίφη. Πάλι ο Μαλατέστα: “Αν προκειμένου να νικήσουμε θα έπρεπε να στήσουμε κρεμάλες στις πλατείες, θα προτιμούσα να χάσουμε”.
Η λέξη συγγνώμη είναι πολύ πιο δύσκολη απ’ τη λέξη αγαπώ. Τη δεύτερη τη λες με φόρα, κυρίως σε ανθρώπους που σε φοβήθηκαν. Αλλά οι άνθρωποι προαποφασίζουν και συνήθως συμπεριφέρονται μόνο όπως ορίζει ο ρεαλισμός. “Αύριο θα πάω να κουρευτώ και έχω ήδη αποφασίσει ότι δεν θα μου ταιριάζει, το γύρισα και σε σχετικό βίντεο”. Έτσι και γω, μεθαύριο θα σου πω αντίο που εσύ θα το ερμηνεύσεις στην καλύτερη ως αναγκαίο κακό, μη μπορώντας να διαχειριστείς όλα όσα σου δόθηκαν ανιδιοτελώς. Χαλάλι. Η προοικονομία έχει το κόστος της διπλής και μίζερης ζωής. Και έτσι στο διάβα μιας ζήσης φοβισμένης θα καταλήξεις στην αγκαλιά ενός λογιστή με λευκά πουκάμισα, ενός ένστολου, ή καλύτερα ενός ποδοσφαιριστή που θα σε κοιτάει με το κενότατο βλέμμα, την αυτοπεποίθηση του κρετίνου και τα επαναλαμβάνει τα λόγια του μπαμπά για τη σημαία στο μπαλκόνι. Όμως, συγγνώμη για όσα σου είπα για τους φίλους σου. Η αγάπη τους θα είναι παντοτινή. Για τη δική σου, ακόμα δεν ξέρω.