Ο Γιάννης άφησε ένα ακόμη γαρύφαλλο στο μνημείο του Πολυτεχνείου. Έφηβος γαρ, αν και ο πατέρας του τον είχε πρήξει με την σπουδαιότητα της εξέγερσης του ’73, όπου φυσικά ηταν μέσα, ένοιωθε την ανάγκη να τιμήσει το γεγονός. Στην τελική ένα γαρύφαλλο δεν θα ταρακουνούσε (και πολύ) την ορμονικά υποβοηθούμενη αποδόμηση του πατέρα του και της γενιάς του.
Πέραν όμως της μνημειακής παρουσίας του στο χώρο, που επί της ουσίας ήταν ένα πρόσχημα, ο Γιάννης ήταν εκεί για την Μαιρούλα και πιο συγκεκριμένα για το εξαίσιο και ηδονικό κωλαράκι της εν λόγω δεσποινίδος. Απ’ την μεριά της η Μαιρούλα, γέννημα θρέμα Κοκκινιάς ένοιωθε υπερήφανη για την παρουσία της στο χώρο. Μια αληθινή επαναστάτρια που επιμελώς αγνοούσε τον ρόλο του ΚΚΕ στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, αλλά αναπαρήγαγε με άκρατο κομμουνιστικό ντετερμινισμό την φράση “Αν όχι εμείς ποιοι; Αν όχι τώρα πότε;” διανθισμένη με γραφειοκρατία, σταλινισμό, χαφιεδισμό και προδοτικές παρακαταθήκες που όμως τις διέφευγαν.
«Θα αλλάξουμε τον κόσμο» έλεγε στον Γιαννάκη, καθισμένοι σε παγκάκι του αιθρίου. Εκείνη σκεφτόταν ότι θα τον γράψει στην ΚΝΕ και εκείνος ότι τα χέρια του θα επελάσουν θριαμβευτικά στην μωβ κομμουνιστική καλτσοδέτα της. Μια πρώτη ευκαιρία υγρών επαναστατικών φιλιών χάθηκε για το επίδοξο ζευγαράκι όταν εισήλθε στο χώρο γνωστός Πασόκος υπουργός, οπότε και η ομήγυρις επιδόθηκε στην ενδελεχή παρουσίαση των εθνικών γαλακτοκομικών προϊόντων. Ο υπουργός χαλάστηκε γιατί τα τσογλάνια του σήμερα δεν σέβονται ούτε τις λερωμένες από εκείνη την νύχτα χίπικες καμπάνες του, ούτε την μεταπολιτευτική του διάφανη πολιτική πορεία. Καθώς όμως οι γορίλλες του τον απομάκρυναν απ’ την σκηνή της νεοελληνικής τραγωδίας, αισθάνθηκε ότι εν τέλει ενδεχομένως και να ανεβάσει την δημοτικότητά του μέσα από την τηλεοπτικοποίηση του προπυλακισμού του. Έτσι, με ανεβασμένο το ηθικό απήλαυσε την γλώσσα τάρανδου, σωταρισμένη με σπέρμα κροταλία σε γνωστό επώνυμο κωλάδικο του Κολωνακίου.
Εμφανώς πιο ταραγμένος φάνηκε ο σύμβουλος του υπουργού. 28άρης μαλακισμένο γιαπάκι, ψηλός, αδύνατος και ημιφαλακρός, απόφοιτος του Columbia, με ατσαλάκωτο λαμέ Vardis κουστουμάκι τύπου «πέτα κάνα γαρύφαλλο». Ο λόγος ότι στο προαναφερθέν νταβαντούρι μια μικροποσότητα στραγγιστού, που αισίως πωλείται 750% παραπάνω από την αξία του, λέρωσε την οθόνη του πανάκριβου IPad2. Έτσι όχι μόνο κινδύνευσε η υγεία της νέας αυτής τεχνολογικής libido, αλλά δεν διάβασε προσεκτικά και το tweet της Σίας Κοσιώνη για τον νεο-τοποθετηθέντα (κάποτε λέγαμε νεοεκλεγέντα) πρωθυπουργό/τραπεζίτη Λουκά Παπαδήμο. Ένα λιτό, ευχετήριο tweet για την διακυβέρνηση που θα μας λύσει το πρόβλημα.
Πίσω στο σπίτι η μαμά του Γιάννη, μια βουτηγμένη στο φόβο και τις νευρώσεις μικροαστή, ζάπαρε ανελέητα μεταξύ: εκτάκτων ειδήσεων για τη νέα κυβέρνηση, link με τη Βουλή, δηλώσεις της Μέρκελ, ερωτικές εξομολογήσεις του Ονούρ, συμβουλές για μια καλή και πετυχημένη πίπα. Ως μάνα βέβαια δεν έπαυε να έχει το νου της στο Πολυτεχνείο, μιας και ο αλλοπαρμένος σύζυγός της είχε ωθήσει τον κανακάρη της εκεί. Παράλληλα βέβαια φρόντιζε να μην κάψει το εκλεκτό, ελληνικής πάντα προελεύσεως φρυγαδέλι.
Κάπου κοντά στα τελευταία τσιρ τσιρ των αντιβιοτικών του κρέατος ο νέος Πρωθυπουργός εμφανίστηκε στο περιστύλιο του Μαξίμου. Είδε τις δηλώσεις του προσεκτικά. Κατάλαβε μόνο ένα «δεύτε τελευταίον ασπασμόν», φράση που είχε βιωματικά συσχετίσει με στομαχικές ενοχλήσεις από ημιμαγειρεμένα μυαλά και εντόσθια αρνιού και ένα «Τράπεζες uber alles», φράση που η γειτόνισσα την διαβεβαίωσε ότι είναι κλεμμένη από CD single του Μιχάλη Χατζηγιάννη.
Με το φως να πέφτει και την πορεία να ξεκινά ο Γιαννάκης είχε ξενερώσει γιατί η Μαιρούλα του τα είχε κάνει πλανήτες με την ΚΝΕ και με την σειρά της η νέα ορθόδοξη επαναστάτρια είχει θυμώσει αφάνταση όταν ο Γιαννάκης αναφέρθηκε στο πρόσφατο πέσιμο στους ΠΑΜίτες με λόγια αλληλέγγυα. Οι πανελίστες εκθείαζαν τον τραπεζίτη και θριαμβολογούσαν για την 6η δόση που τελικά θα πάρουμε γιατί είμαστε καλά παιδιά. Ο υπουργός ροχάλιζε στην βουλή που έδινε ψήφο εμπιστοσύνης στον νέο της καναλάρχη της τηλεδημοπρασίας μας, ο σύμβουλός του προετοίμαζε τα δικέφαλά του γιατί όπως λέει γνωστός ραδιοφωνικός παραγωγός «260 μέρες για το καλοκαίρι», η μαμά του Γιάννη βούτηξε στα τούρκικα μπας και σωθεί απ’ την Τατιάνα και ο Σκάι κάλυπτε με εκτεταμμένο φωτορεπορτάζ την «άσπρη ανάπτυξη» της Τοσίτσα.
Μόνο ο μπαμπάς του Γιάννη ήξερε ότι κάτι δεν πάει καλά. Μόνο ο μπαμπάς του Γιάννη έβλεπε τον τοίχο να έρχεται. Μετά τον Σκλαβενίτη και τα γαλλικά της μικρής, ενώ οδηγούσε είδε κάτι τουρίστες, μάλλον αμερικανάκια να κοιτάνε έναν τοίχο που έγραφε «Όσο ονειρεύομαι, να με φοβάσαι». Και το χειρότερό ήταν ότι αισθάνθηκε πως οι τουρίστες κατάλαβαν τι έλεγε το σύνθημα.