Το γεωγραφικό ανάγλυφο της Αρκαδίας είναι ενδεχομένως από το πλέον ενδιαφέροντα της Ελλάδας. Στην χωρική της έκταση οι εναλλαγές του τοπίου είναι συχνές και εξαιρετικά σημαίνουσες: από την Θάλασσα του Αργολικού Κόλπου, στους κάμπους της Τρίπολης και στα ορεινά χωριά του Μαινάλου (Στην Αρκαδία συμπεριλαμβάνεται οριακά και κομμάτι του βόρειου Ταϋγέτου και του Πάρνωνα).
Οι πεζοπορίες της περιοχής είναι αμέτρητες ενώ εκτός των άλλων τα τελευταία χρόνια έχουν αναπτυχθεί και άλλες αθλητικές δραστηριότητες (rafting στον Λούσιο, χιονοδρομικό στο Μαίναλο, ιππασία). Το σημαντικό και το διαφορετικό της ορεινής Αρκαδίας είναι ότι τα μονοπάτια του βουνού και του ποταμού είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τα σημεία αρχαιολογικού, ιστορικού, λαογραφικού ή ακόμα και θρησκευτικού ενδιαφέροντος. Επομένως, το περπάτημα είτε ξεκινάει είτε καταλήγει σε κάποιο μοναστήρι – μουσείο – χώρο αρχαιολογικού ενδιαφέροντος.
Είχα την τύχη να βρεθώ στην περιοχή την περίοδο των Χριστουγέννων. Έτσι, η όποια αθλητική δραστηριότητα (κάναμε μόνο περπάτημα) έπρεπε να συμπτυχθεί χρονικά ανάμεσα σε ρεβεγιόν με αγριογούρουνο μαγειρεμένο στο κονιάκ (στην Ζέρζοβα – πρέπει να πας) και τσιπουράκια στην ζέστη των καφενειακών ξυλόσομπων. Όμως, είπαμε: στην ορεινή Αρκαδία πεζοπορία και “must visit places” πάνε πακέτο.
Πρώτη στάση στο μουσείο της υδροκίνησης. Καλοφτιαγμένος χώρος, με προσεγμένες εγκαταστάσεις, ιστορίες του νερού και των άλλων αγροτικών και κτηνοτροφικών δραστηριοτήτων που παντού και πάντα γύρναγαν πέριξ του H2O. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η αίθουσα-απεικόνιση των παλιών βυρσοδεψίων και το εκτενέστατο videακι που οπτικοποιεί την διαδικασία (ήξερα ότι ήταν από τις πλέον δύσκολες δουλειές αλλά δεν είχα ιδέα για τον βαθμό της δυσκολίας).
Η περιοχή έχει πληθώρα μοναστηριών κάποια εκ των οποίων είναι πραγματικά άξια επίσκεψης. Το πλέον διάσημο λόγω της κατασκευαστικής ενσωμάτωσής του μέσα στον βράχο είναι αυτό το Αγίου Ιωάννη Προδρόμου. Ο πιο σύγχρονος δρόμος (άσφαλτος με πολλές στροφές) που σε οδηγεί εκεί ξεκινάει λίγο έξω από την Στεμνίτσα. Στο τέλος του, υπάρχει ένα εκκλησάκι και από εκεί ξεκινάει ένα μονοπάτι προς τις Μονές Προδρόμου και Φιλοσόφου. Η πρώτη βρίσκεται στα 800 περίπου μέτρα από την αρχή του μονοπατιού, το οποίο είναι ιδιαίτερα καλοδιατηρημένο. Ανάμεσα σε πυκνή βλάστηση, χωρίς θέα στον Λούσιο, ή έστω ακουστική επαφή με την ορμή του, το μονοπάτι είναι σχετικά εύκολο μέχρι την Μονή. Αυτό που έχει αξία αναφοράς είναι η υψομετρική του διαφορά από το σημείο εκκίνησης που σημαίνει κατηφόρα προς το Μοναστήρι και ανηφόρα από το Μοναστήρι και πίσω. Λίγο πριν τον Πρόδρομο ο δρόμος στενεύει και ο εκ δεξιών κοφτός βράχος μου θύμισε την απεικόνιση του Rivendell (αν δεν ξέρεις τι είναι το Rivendell, είναι δικό σου θέμα. Και μάλιστα σοβαρό). Το μοναστήρι δέχεται επισκέψεις από το πρωί μέχρι τη μία το μεσημέρι και από τις πέντε μέχρι τις εννιά το απόγευμα. Όπερ σημαίνει πώς τον χειμώνα μόνο η πρωινή επίσκεψη είναι δυνατή. Λίγο πριν την είσοδο στον Πρόδρομο, ξεκινάει το μονοπάτι για την Μονή Φιλοσόφου (άλλα 1,7 km) που αχνοφαίνεται από την απέναντι πλευρά της χαράδρας.
Η Μονή Φιλοσόφου είναι χρονικά το πρώτο μοναστήρι της περιοχής. Συγκεκριμένα, η παλαιά Φιλοσόφου που πλέον είναι ερείπιο είναι το πρώτο κτίσμα της περιοχής του Λούσιου ποταμού που έγινε Μονή (περί τα 930 μΧ). Όμως σταδιακά η Μονή Προδρόμου έγινε το σημαντικότερο Μοναστήρι της περιοχής (περίπου στα 1167 μΧ). Χτισμένο κυριολεκτικά πάνω στον βράχο, έχει μια πολύ μικρή εσωτερική εκκλησία που τοιχογραφήθηκε τον 17ο και 19ο αιώνα. Σε μια αίθουσα υπάρχουν λουκούμια και ένας εκ των Μοναχών ψήνει ελληνικούς για τους επισκέπτες. Οι περισσότεροι ανεβαίνουν στον επάνω όροφο (τραπεζαρία) και βγαίνουν στο μπαλκόνι για την απίστευτη θέα. Η πλευρά των κελιών δεν είναι προσβάσιμη στους επισκέπτες, αν και οι μοναχοί σήμερα είναι μόλις 6 τον αριθμό και κυκλοφορούν στο Μοναστήρι κατά τις ώρες των επισκεπτηρίων.
Ήθελα να δω το ποτάμι και δεν συνέχισα προς την Μονή του Φιλοσόφου, αλλά βγήκα ξανά στην άσφαλτο και οδήγησα με κατεύθυνση στο γεφύρι της αρχαίας Γορτυνίας. Πρόκειται για ένα από τα φαρδύτερα σημεία του Λούσιου. Εκεί υπάρχει το ξωκλήσι του Αγίου Ανδρέα και ένα γεφύρι – αρχαίο πέρασμα του ποταμού σε ένα σημείο που τελειώνει η χαράδρα και ξεκινάει σιγά σιγά η πεδιάδα που καταλήγει στην πόλη της Μεγαλόπολης (οι καπνοί του Λιγνήτη φαίνονται από παντού).
Από την άποψη των χωριών η Δημητσάνα είναι το πιο ζωντανό της περιοχής (δεν πήγα στην Βυτίνα). Η αισθητική ξενώνων και μπαρ είναι λιγάκι «wannabe Αράχωβα της Αρκαδίας», όμως οι άνθρωποι είναι φιλόξενοι και το φαγητό καλό, αν και λιγάκι τσιμπημένο. Το διπλανό χωριό Παναγιά η Ζέρζοβα έχει την καλύτερη ταβέρνα της περιοχής με μαγειρευτά φαγητά και ντόπια παραδοσιακά προϊόντα. Το χωριό ενώ δεν έχει την ομορφιά των Στεμνίτσα/Δημητσάνα δεν έχει παράλληλα την βαβούρα τους και οι κάτοικοι το έχουν ιδιαίτερα περιποιημένο. Επίσης, απέναντι από την ταβέρνα έχει το σπίτι με την σημαία του Πανιωνίου. (Να χεις φάει καλά και να βλέπεις μετά αυτό). Είμαστε πολλοί και είμαστε παντού. Η Στεμνίτσα είναι η κούκλα της περιοχής και η πλατεία της είναι η ομορφότερη. Δεν έχει ιδιαίτερη νυκτερινή ζωή και το πιο ενδιαφέρον μαγαζί είναι το καφενείο η γερουσία. Αυτό που αξίζει σίγουρα είναι μια βόλτα στα πολύ όμορφα στενά της. Γενικότερα, η περιοχή είναι ιδιαίτερα όμορφη. Αν εξαιρέσεις το ελληνικό καλοκαίρι, και το κάλεσμα της θάλασσας που δεν μπορεί να μείνει αναπάντητο, η ορεινή Αρκαδία έχει κάθε εποχή και μια άλλη ομορφιά: τα χρώματα του φθινοπώρου, το κρύο του χειμώνα και τα ενδεχόμενα χιόνια (πάγο έχει πολύ συχνά ο δρόμος), το όργιο της Άνοιξης. Χωρίς, λοιπόν, καμία αμφιβολία τα χωριά της ορεινής Αρκαδίας είναι από τους ομορφότερους προορισμούς της χώρας. “Αποδράστε” ελεύθερα.