Τα βιβλία που έχεις διαβάσει μπορούν να διαχωριστούν σε πολλές πιθανές κατά κυριολεξία ή απίθανες μιας και μιλάμε για λογοτεχνία κατηγορίες. Μια κατηγοριοποίηση που ανέκαθεν έδινε μια άλλη ερμηνεία στο ίδιο το λογοτεχνικό περιεχόμενο είναι: «βιβλία που σου πρότειναν άλλοι», «βιβλία που ανακάλυψες μόνος σου». Αν μεταξύ άλλων η ίδια η λογοτεχνία είναι μια απάντηση στην μαύρη τρύπα του «εγώ», δεν βρίσκω λόγο να μην αντιληφθούμε την δεύτερη κατηγορία ως σαφέστερα πιο ενδιαφέρουσα. Μπορεί ένα βιβλίο που ανήκει εκεί – χωρίς να του αξίζει, στην όποια παράλογη σφαίρα της λογοτεχνικής αντικειμενικότητας – να αποκτά μια εντελώς ξεχωριστή θέση στο θυμικό του αναγνώστη, στην στιγμή της πολλαπλασιασμένης έκτασης του «τι ανακάλυψα»· ένα τρόπαιο ανάμεσα σε άλλα, δειχθέντα και εξ’ αυτού ευτελέστερα.
Αυτό ήταν για μένα τα βιβλία του Φίλιπ Ροθ. Για την ακρίβεια το Αμερικανικό Ειδύλλιο, που σε ένα από εκείνα τα παραληρηματικά καλοκαίρια της εφηβείας (όχι με βιολογικούς όρους) – και του βαλκανογενούς μου αντιαμερικανισμού έπεσε στα χέρια μου. Η διαπίστωση, προ της αυταπάτης, του έργου ενός σπουδαίου, τουλάχιστον για μένα συγγραφέα.
Σελίδα με την σελίδα, ο Ροθ σου χαρίζει πληροφορίες για τους πρωταγωνιστές του· τον εαυτό του, την Αμερική της μεταπολεμικής ευμάρειας, του εβραϊκού Νιούαρκ, της εβραϊκής οικογένειας, των 1960s και του πολέμου στο Βιετνάμ. Ο «Σουηδός», υπήρξε έναν από τα πρωσοπογραφήματα που με καθήλωσαν· τουλάχιστον, πριν αποκαλυφθεί η πραγματική πρωσοπογραφία, αυτή του ίδιου του Νέιθαν Ζούκερμαν.
Σελίδα 311: «… αλλά θα ήταν στο σπίτι Στο σπίτι χάνεις τον έλεγχο για λίγο και αυτό είναι όλο. Δεν νιώθεις την ηδονή της άκρατης ηδονής, δεν φτάνεις στο σημείο να χάσεις τον έλεγχο τόσες φορές ώστε τελικά να πεις: Μα τούτη δω είναι μεγάλη, μεγάλη απόλαυση, γιατί να μην χάνω τον έλεγχο συνεχώς; Στο σπίτι δεν υπάρχει περίπτωση να ζεις βουτηγμένος σ’ αυτή τη βρομιά. Στο σπίτι δεν μπορείς να ζεις μες στην αταξία. Στο σπίτι δεν μπορείς να ζεις χωρίς κανένα χαλινάρι. Στο σπίτι υπάρχει αυτή η τεράστια ανακολουθία ανάμεσα στο πώς εκείνη φαντάζεται πώς είναι ο κόσμος και το πώς είναι ο κόσμος γι’ αυτή».
Στο Η Συνωμοσία Εναντίον της Αμερικής συνάντησα κομμάτια της ιστορίας του Νιου Ντιλ, δοσμένα μέσα απ’ τη λογοτεχνία. Την ιστορία τη γράφουν οι νικητές· τη λογοτεχνία οι παρατηρητές.
Οι πρώτες γραμμές του βιβλίου: « Φόβος κυριαρχεί σ’ αυτές τις αναμνήσεις, αέναος φόβος. Φυσικά, δεν υπάρχουν παιδικά χρόνια χωρίς τους τρόμους τους, όμως αναρωτιέμαι αν θα ήμουν ένα λιγότερο φοβισμένο αγόρι αν ο Λίντμπεργκ δεν ήταν πρόεδρος ή αν εγώ δεν ήμουν σπορά Εβραίων».
Αμέσως, μετά πήρα στα χέρια μου το Παντρεύτηκα έναν κομμουνιστή. Ο Ροθ γράφει για την εποχή του Μακάρθι. Ο σαρκασμός του ξεσκίζει την πιο σκοτεινή πτυχή του αμερικανικού ψυχροπολεμικού μίσους. Όχι όμως με την επιστημονική διαλεκτική του τυφλού κομμουνιστικού ντετερμινισμού, αλλά με την δυναμική αμφιβολία της ζωής που απαντάει ρωτώντας ή και καθόλου.
Σελίδα 416: Η Εύα δεν παντρεύτηκε κομμουνιστή· παντρεύτηκε έναν άνθρωπο που λαχταρούσε διαρκώς και μονίμως τη ζωή του. Αυτό τον εξόργιζε, αυτό τον μπέρδευε κι αυτό τον κατέστρεψε: δεν μπόρεσε ποτέ να φτιάξει την ζωή που να του ταίριαζε. Πόσο τεράστιο λάθος είχε κάνει αυτός ο άνθρωπος με ό,τι προσπάθησε. Αλλά τα λάθη μας βγαίνουν πάντα στην επιφάνεια, έτσι δεν είναι; ΄Όλα είναι λάθος΄, είπα. ‘Αυτό δεν ήθελες να μου πεις;’ Μόνο το λάθος υπάρχει, Εκεί βρίσκεται η ουσία του κόσμου, Κανείς δεν βρίσκει τη ζωή του. Αυτή είναι η ζωή».
Στην Αντιζωή ο Ροθ αγριεύει κατά του εβραϊκού κράτους. Τον έχει ήδη αποκηρύξει ως αποστάτη των Εβραϊκών ιδεών, του μεγάλου κράτους, της παράδοσης, της οικογένειας. Του κοσέρ των συναισθημάτων. Ο Νέιθαν Ζούκερμαν γράφει την δική του ιστορία. Αυτή της φυγής και της ανανέωσης. Της αντιστροφής μιας μοίρας.
Σελίδα 450, 456: «Στην Αμερική, συλλογίστηκα, όπου οι άνθρωποι διεκδικούν και αποποιούνται ταυτότητες με την ίδια ευκολία με την οποία γεμίζουν με αυτοκόλλητα το παρμπρίζ τους… Φεύγω. Έφυγα. Φεύγω από σένα. Φεύγω απ το βιβλίο».
Ο άγουρος Ροθ των 26 χρόνων, γράφει το Αντίο Κολόμπους. Συνειδητοποιείς πώς το άγουρος είναι αδόκιμο. 5 διηγήματα μικρής φόρμας· πώς αναμετριέσαι με τη μικρή φόρμα στα 26; Οι ιστορίες του πανεπιστημιακού campus και ο αντισημιτισμός που υποχωρεί (;) και η αντισύλληψη απέναντι στον φριχτό κόσμο που ξεδιπλώνεται στα μάτια των νέων.
Σελίδα 139: «Τι ήταν αυτό το πράγμα μέσα μου που είχε μεταμορφώσει το πνεύμα της κατάκτησης σε αγάπη και που μετά το είχε ανατρέψει πάλι; Τι ήταν αυτό που με είχε κάνει να κερδίσω κι έπειτα να χάσω; Κι ίσως ποιος ξέρει η χασούρα να γίνει πάλι κέρδος».
Για την Αγανάκτηση (το 29ο βιβλίο του) νομίζω πως αρκεί η ίδια η ματιά του Ροθ: «Αν στη σελίδα 66 δεν υπήρχε εκείνη η απροσδόκητη φράση ‘Ακόμα και τώρα που είμαι πεθαμένος κι εγώ δεν ξέρω από πότε’ ο αναγνώστης θα μπορούσε να σχηματίσει τη φράση ότι η Αγανάκτηση είναι ένα Bilgungsroman, ένα μυθιστόρημα της εφηβείας, που παρακολουθεί το πέρασμα του ήρωα από την παιδική και την εφηβική ηλικία στην ενηλικίωση , με όλες τις χαρές, τις λύπες, τις αγωνίες, ανταρσίες που συνοδεύουν την πορεία αυτή. Θα είχε ήδη εξοικειωθεί με τον Μάρκους, αυτό το παιδί το ‘φανατικό για γράμματα’, το έξυπνο και ευαίσθητο και σοβαρό, με τις άριστες επιδόσεις στα μαθήματα και την βαθιά αίσθηση του ανικανοποίητου· αν μάλιστα, είχε προσπεράσει χωρίς πολλή προσοχή τον τίτλου του πρώτου μέρους, θα περίμενε τη συνέχεια λησμονώντας, ενδεχομένως, ότι στο μυθιστόρημα της εφηβείας, παρά τις δυσκολίες του ήρωα, είναι διάχυτη μια ατμόσφαιρα αισιοδοξίας· κάτι που με κανέναν τρόπο δεν ανιχνεύεται εδώ».
Δε νιώθω ικανός να κρίνω αν ο Ροθ έπρεπε να απονεμηθεί με Νόμπελ λογοτεχνίας. Τουλάχιστον εν ζωή, γιατί μια αθεράπευτη συνήθεια των ανθρώπων είναι να αδυνατούν να προλάβουν ενδεχόμενα απαραίτητα προτού επέλθει αυτό το περιού ο λόγος μοιραίο. Γιατί ο Ροθ, έμοιαζε να το ήθελε τόσο, που από μόνο του το κάνει να το άξιζε. Τουλάχιστον, κατόρθωσε, ένα από τα πλέον βασικά εχέγγυα της ‘επιτυχίας’ όπως την έχουμε μεταξύ άλλων συλλάβει: να διχάσει και να ενοχλήσει. Τους κριτικούς, την ακαδημία, το Εβραϊκό λόμπι, τους ρεπουμπλικάνους, τους κομφορμιστές και κυρίως τους ανεπαρκείς λογοτέχνες. Εδώ η μετριότητα προσμετράται όχι βάσει ενός κριτηρίου λογοτεχνίας – γιατί ούτε ξέρω αν μπορεί να υπάρξει και σίγουρα το κατέχω – αλλά βάσει της μηδενιστικής τους απαξίωσης του έργου του. Ακόμα και ο γερασμένος συγγραφικά Ροθ θα μας λείψει. Για όλα όσα συνέχιζει να γράφει· για την αγάπη και το μίσος· για τη ράτσα, τη φυλή, τη θρησκεία, την Αμερική. Για τον ίδιο δηλαδή τον άνθρωπο.
ΥΓ: Θα συνεχίσω να τον διαβάζω με επόμενα στην λίστα μου Το Σύνδρομο Πόρτνοϊ και το Καθένας.
ΥΓ2: Να ευχαριστήσουμε τον Αχιλλέα Κυριακίδη, την Αθηνά Δημητριάδου, τη Σώτη Τριανταφύλλου, τη Χριστίνα Ντόκου, την Τρισεύγενη Παπαϊωάννου και τον Ηλία Μαγκλίνη για τις εξαιρετικές μεταφράσεις τους.