«Να μου λες πως είμαι ωραίος όταν κοιτάω το κενό
Αγάπησε με στα σκοτάδια μου, εκεί να σε δω»
Ο Γενάρης ανέκαθεν φάνταζε σαν ένα μάζεμα θραυσμάτων, σαν μια βαλίτσα γεμάτη αναμνήσεις, προσδοκίες, ελπίδες και, μάλλον, χαμένα όνειρα. Όταν βιώνεις την απογοήτευση και την κατάρρευση όλων όσων είχες σχεδιάσει, τότε σηματοδοτείς αφετηρίες και τερματισμούς με αφορμή τον χρόνο και την οριοθέτηση του, όπως αυτή την έχουμε διαμορφώσει χιλιετίες τώρα. Πόση ανάγκη για έλεγχο και επανέναρξη να κουβαλάμε άραγε; Λες και κουβαλάμε τα ίδια πάθη και ένστικτα τόσα χιλιάδες χρόνια…Σε προσωπικό επίπεδο η μελαγχολία και η νοσταλγία μου πυροδοτούν μεταξύ άλλων και παρορμητικές αποφάσεις.
-«Κωστή θα ανέβω Αθήνα για λίγο να σας δω, να ξεσκάσω, να τα πούμε»
-«Σε περιμένουμε»
Το να σε περιμένει κάπου, κάποιο πρόσωπο για εμένα είναι ευλογία. Δυσκολεύομαι αρκετά, να γυρνάω σε τόπους, όπου είχα έναν άνθρωπο να ανυπομονεί να με υποδεχτεί, να με δει, να με πάρει αγκαλιά, να δίνει την εντύπωση του φάρου στο λιμάνι…Την αγάπη δεν την μονοπωλούν οι ερωτικές σχέσεις. Αυτές υπάρχουν και χωρίς ίχνος αγάπης, απλά τελειώνουν χωρίς να προλάβουν ,να ανθίσουν. Η Αθήνα πάντα μου πρόσφερε μια προσωρινή λύτρωση, οι δρόμοι της, οι πλατείες της, τα γκραφίτι της είναι το αποκούμπι μου. Είναι τόσο ωμή, τόσο σάπια που σε δέχεται χωρίς ερωτήσεις και απαιτήσεις. Πόσο τραγικό ,να νιώθω καλοδεχούμενη σε ένα απρόσωπο χαοτικό περιβάλλον. Ίσως, όμως όχι και τόσο παράξενο…H Αθήνα έχει πάρει την νοητή μορφή ενός εραστή, που δεν λύνει τα προβλήματά μου, αλλά μου υπενθυμίζει τα θέλω μου, όσο με κρατά στην αγκαλιά του και εγώ ξεφεύγω, ρουφώντας ντοπαμίνη. Σε αυτή την πόλη και τους ανθρώπους της βρίσκω ανάπαυλα από τον πόνο και τα φορτία, που κουβαλάω. Είναι το καταφύγιο μου, το μέρος που εκτονώνεται η ανάγκη μου για φυγή και αισθάνομαι ελεύθερη να εκφραστώ και να ζήσω δίχως το βάρος της απολογίας και της ευθύνης. Αυτά τα σύντομα πήγαινε-έλα στην πρωτεύουσα είναι μικροί κύκλοι μα μεγάλης σημασίας για εμένα… Ξεκίνησε, όταν ξαναβρέθηκα με ένα πρόσωπο ορόσημο στην ζωή μου και ξεκίνησαν οι συζητήσεις μας για όλα αυτά, που ήθελα να πω και δεν έβρισκα τον ιδανικό αποδέκτη. Σαν να μην είχε περάσει καθόλου χρόνος, σαν να μην υπήρχε το εμπόδιο της απόστασης, μέσα στην ατμόσφαιρα της ασφάλειας και της κατανόησης δημιουργήθηκε μετά από καιρό αυτό το ιδιαίτερο συναίσθημα, που νιώθεις, όταν ένας παλιός σου δάσκαλος σε αντιμετωπίζει και σε κοιτάζει με εκτίμηση, σαν να βλέπει μέσα κάτι, το οποίο εσύ ο ίδιος ξεχνάς…Ηλιόλουστο πρωινό πουράκια, ΛΕΞ στα ηχεία και θέα την Νέα Σμύρνη, βόλτες στην πλατεία της, οι οποίες μέσα στην απλότητά τους ξεδίπλωναν κάτι το μαγικό, έδωσαν άλλη βαρύτητα σε στιγμές «δεδομένες».
Δεν ήμουν πια μόνη με τις σκέψεις, τα άγχη και τα παράπονα μου, αλλά κομμάτι μιας ενωμένης ομάδας, ενός συνόλου, που με αγκάλιαζε χωρίς να το καταλαβαίνει. Γνώρισα ανθρώπους πανέμορφους, καινούριους και αυθεντικούς, που δεν με κοιτούσαν μέσα από το φίλτρο του πόνου, αλλά έβλεπαν αυτό, που πραγματικά είμαι. Και αυτό δεν είναι σίγουρα τα συναισθήματα μου….Είναι όλα αυτά μου θύμισαν μέσα σε λίγες μέρες, οι αρετές μου, τα πιστεύω μου, τα γούστα μου, τα όνειρα μου, ό,τι αγαπώ και ό,τι έχω χτίσει. Η αγάπη υπήρχε ηχηρά και αισθητά μέσα σε στιγμές, σε πρόσωπα μικρών και μεγάλων, σε όμορφες και ειλικρινείς συζητήσεις…
Όπως, ο Γκρέγκορ Σάμσα ξύπνησε και βρέθηκε παγιδευμένος σε ένα ξένο σώμα, έτσι κι εγώ συνειδητοποίησα, πως κάτι είχε αλλάξει απότομα και άμεσα. Όμως, αντί για ένα τέρας, ανακάλυψα ή μάλλον καλύτερα βρήκα ξανά κάτι διαφορετικό: μια εκδοχή μου, που μπορούσε να αντέξει την απώλεια, που μπορούσε να απολαύσει την ζωή, όσο και αν πόνεσε και αν πληγώθηκε.
Η Αθήνα δεν ήταν μόνο ένα ταξίδι ,που προγραμμάτισα, για να ξεχάσω, αλλά οι άνθρωποι της, που όσο την περπατούσα έκαναν τα βήματα μου ελαφρύτερα. Ακόμη δεν είμαι σίγουρη, αν θα ήθελα να μείνω περισσότερο ή όχι. Με γοήτευσε αυτή η γρήγορη μεταμόρφωση, βρισκόμουν πάνω σε μια γέφυρα ανάμεσα στο παλιό και το νέο…Αποφάσισα να την κρατήσω και να την πάρω μαζί μου…Κρατάω και προστατεύω με νύχια και με δόντια αυτά που ξαναβρήκα και φροντίζω να τα δυναμώνω, να αντέχουν, να αναδύονται μέσα από κάθε δυσκολία.
Στον δρόμο της επιστροφής χαμογελούσα και με είδα. Δεν ήμουν το άτομο, που ξεκίνησε να φεύγει, αλλά αυτό που πραγματικά γνώριζα, αγάπησα και δυνάμωσα. Θα ήμουν δειλή, αν έλεγα, πως το πένθος έφυγε, αλλά ό,τι είχα (ξε)χάσει επέστρεψε. Και κάπως έτσι, έγινε ο επαναπατρισμός στην καταδίκη Θεσσαλονίκη, με μια ψυχή να διψάει ενδόμυχα για πάθος και μπλεξίματα.