Ενώ στην Αθήνα ζούμε ένα φυσιολογικό φθινόπωρο, στην νότια Λακωνία αυτή την στιγμή κινούνται στον πυρετό του λαδιού, παίζεται ένα μίνι χρηματιστήριο. Φέτος, λένε, θα είναι καλή η τιμή του, 4 ευρώ το λίτρο -και ανεβαίνει όσο γράφω αυτό το κείμενο. Κάτω από αντίξοες συνθήκες και περίεργα καιρικά φαινόμενα, οι αγρότες στην Λακωνία τρέχουν με τον χρόνο για να μαζέψουν τις υποτιμημένες –με την κυριολεκτική σημασία του όρου– ελιές τους. Αν δεν προλάβουν να τελειώσουν πριν χαλάσει ο καιρός, τότε ο αέρας και το χαλάζι θα καταστρέψουν ένα μεγάλο μέρος της σοδειάς τους.
Τα προβλήματα με το λάδι είναι πολλά. Οι άνθρωποι εδώ με ενημερώνουν ότι παρόλο που το 95% της τοπικής παραγωγής θεωρείται εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο, πρώιμο και χαμηλό σε οξέα, (τα ποσοστά σε άλλες χώρες, αλλά και στην υπόλοιπη Ελλάδα είναι μικρότερα), το κράτος έχει καταβάλει πολύ μικρή προσπάθεια για την προώθηση αυτού του προϊόντος. Η διαφήμιση που γίνεται είναι πολύ μικρή και ο ανταγωνισμός, εγχώριος και ξένος, μεγάλος. Φέτος όμως οι ελιές είναι «γεμάτες» και η τιμή υψηλή γιατί η Ισπανία και η Ιταλία (βασικοί ανταγωνιστές) έχουν πάθει ζημιά στις σοδειές τους λόγω των καιρικών φαινομένων. Γι’ αυτό και οι ντόπιοι καλλιεργητές ελπίζουν σε μία καλύτερη χρονιά. Η ζωή εδώ κινείται γύρω από τους ρυθμούς του λαδιού. Το ίδιο και οι συζητήσεις των κατοίκων στα καφενεία και γύρω από τα τζάκια των σπιτιών.
Στην περιοχή ευδοκιμούν δύο ποικιλίες ελιάς, η Αθηνοελιά που είναι πολύ χαμηλή σε οξέα και η Κορωνέικη. Η Λακωνία είναι η πρώτη περιοχή στην Ελλάδα που αρχίζει την συγκομιδή ελιάς και μετά ακολουθεί η Καλαμάτα και η Κρήτη. Όμως το λάδι τους δεν καταφέρνουν να το πουλήσουν στην εγχώρια αγορά και έτσι έρχονται και το αγοράζουν Ιταλοί παραγωγοί και το αναμειγνύουν με το δικό τους για να βελτιωθεί σε όλα τα χαρακτηριστικά του, φυσικοχημικά και οργανοληπτικά. Το κέρδος χάνεται κάπου στην μέση αυτής της διαδικασίας.
Ο Νίκος και η Αγγελική είναι από τους μεγάλους καλλιεργητές της περιοχής. Επέστρεψαν από την Αθήνα το ’94 για να εργαστούν στα χωράφια τους. Πέρσι μάζεψαν 23 τόνους ελιές. «Νιώθω ότι συνεχίζω την παράδοση των παππούδων μου και των γονιών μου και για αυτό θέλω να τα αφήσω αλώβητα για τις επόμενες γενιές», λέει η Αγγελική. «Αλλά δυστυχώς δεν υπάρχει οργάνωση και διαφήμιση του λαδιού μας και έτσι μένει στα αζήτητα».
Έχουν ελιές που είναι νεαρές, 5 χρόνων, μέχρι υπεραιωνόβιες, 200! Δουλεύουν και οι δύο, απασχολούν όμως και αρκετούς εργάτες, επειδή δεν προτιμούν τα μηχανήματα και υποστηρίζουν τον παραδοσιακό τρόπο συγκομιδής, με τα λιοπάνια και τα χτενάκια. «Πονάω το κάθε κλαδί ελιάς που θα σπάσει. Οι εργάτες που δουλεύουν με ποσοστά χρησιμοποιούν μηχανήματα που πολλές φορές καταστρέφουν τα δέντρα», μου εξηγεί ο Νίκος.
Ο Θοδωρής 31 ετών, είναι δημοτικός σύμβουλος της περιοχής. «Είναι ο πράσινος χρυσός που δεν έχουμε αναδείξει. Είμαστε καλοί καλλιεργητές, αλλά κακοί έμποροι. Ίσως να φταίει ότι παλιά το λάδι εδώ προοριζόταν αρχικά για προσωπική κατανάλωση και μετά για πώληση» λέει. Με μια πιο νεανική και ρομαντική ματιά, ο ίδιος νιώθει ότι πρέπει να γίνουν ενέργειες από τους αγρότες της περιοχής και σωστό μάρκετινγκ, αφού η πρώτη ύλη υπάρχει. «Δεν υπάρχει οργάνωση και οι προσπάθειες τυποποίησης υστερούν. Θέλει κουλτούρα και αγάπη το ελαιόλαδο σε ολόκληρη τη διαδικασία, γιατί δεν είναι μόνο η συγκομιδή. Και το λάδι μας, εκτιμώ, δεν το βρίσκεις πουθενά αλλού στην Ελλάδα».
Η Γεωργιάννα, 27 ετών κατάγεται από μία κωμόπολη κοντά στην Βάρνα της Βουλγαρίας. Ήρθε στην χώρα πριν από πέντε χρόνια, αλλά στις ελιές άρχισε να εργάζεται τον τελευταίο χρόνο και τις αρέσει πιο πολύ από άλλες δουλειές που έχει κάνει. Δεν έχει ζήσει τον ρατσισμό στην Ελλάδα, αν και ξέρει πως υπάρχει. Όνειρό της είναι να αγοράσει ένα σπίτι σε ένα κτήμα που να βλέπει στην θάλασσα.
Ο Βασίλης είναι 23 και ζει μόνιμα στην περιοχή. Με τις ελιές έχει ασχοληθεί τα τελευταία δύο χρόνια. Σκέφτεται μάλιστα να νοικιάσει και ο ίδιος ένα χωράφι με ελιές. Αν ασχοληθεί κανείς, μπορεί να βγάλεις κέρδος, πιστεύει. Υπάρχει έλλειψη ελλήνων εργατών στην περιοχή, γι’ αυτό και βρίσκει εύκολα δουλειά. Συνήθως οι εργάτες έρχονται από την Βουλγαρία και τη Ρουμανία. «Αν έχεις διάθεση να δημιουργήσεις, σου φαίνεται ωραίο, αν και στους περισσότερους νέους εδώ, δεν αρέσουν οι αγροτικές εργασίες».
Ο Χένρυ είναι 26 χρόνων, κατάγεται από την Αλβανία και έχει μεγαλώσει στην Νεάπολη. Αν και φοιτητής στην Αθήνα, τα τελευταία χρόνια κατεβαίνει στο χωριό του για τις ελιές. «Δεν είναι δεσμευτικό να έρθεις για ένα μήνα και να βγάλεις το χαρτζιλίκι σου. Προσωπικά ηρεμώ ένα μήνα στην εξοχή». Οι ρυθμοί της δουλειάς είναι αδιάκοποι, αφού υπάρχουν μέρες που δουλεύει και την Κυριακή, κι αυτό είναι κουραστικό για κάποιον που δεν είναι αγρότης. «Μερικές φορές το μόνο που ελπίζω είναι να βρέξει την επόμενη μέρα». Μου λέει ότι συναντά μικρούς θησαυρούς στα χώματα των αγρών, παλιά αντικείμενα, κασέτες, τραπουλόχαρτα και έχει γίνει φίλος με ένα μικρό γατάκι, όπου είναι και η ατραξιόν του κτήματος που δουλεύει.
Αυτοί είναι οι άνθρωποι που ζουν και εργάζονται γύρω από τις ελιές στην νότια Λακωνία και θα συνεχίζουν να ζουν στον πυρετό του λαδιού μέχρι το τέλος του Δεκέμβρη. Οι ιστορίες τους μπορεί να διαφέρουν, όμως η ελπίδα τους είναι κοινή: να είναι μια καλή χρονιά για το λάδι τους.
Ευχαριστούμε το site visitvatika.gr και το agioiapostoloicoop.gr για την βοήθεια τους και τις υπέροχες φωτογραφίες.
Κείμενο: Εβίτα Μαντζαβίνου
Φωτογραφίες: Θοδωρής Δρίβας