γράφουν οι Κωστής Πιερίδης, Δημήτρης Πάσιος, Γιάννης Σταθακόπουλος
Brainstorming πολλών χρόνων. Από τις λίγες περιπτώσεις που ο τίτλος καθορίζει το περιεχόμενο. Έχεις αράξει με τους κολλητούς σου και βλέπεις μπάλα. Το παιχνίδι είναι «σούπα». Τι κι αν οι ομάδες έχουν ιστορικές φανέλες, το παιχνίδι είναι αναπαράσταση Ακράτητος – Λιβαδειά, προημιτελικά κυπέλλου, με πολύ αέρα στο γήπεδο της Χασιάς. Κοινώς πονάνε τα μάτια μας.
Όμως σ’ αυτό το άθλημα η διαφορά είναι το «ξαφνικά». Όχι δεν άρχισε να πηγαίνει το τόπι πάνω- κάτω, να αλλάζουν οι ομάδες πάσες σαν καλοστημένες ορχήστρες, να χάνονται ευκαιρίες. Το ενσταντανέ μας βρίσκει με τον τερματοφύλακα να κάνει ένα βολέ, απ’ αυτά με το «μιτένιο» γδουπ που ακούγεται από το μικρόφωνο δίπλα στο τέρμα και καίει την κονσόλα του ηχολήπτη. Η μπάλα δεν παίρνει καν στροφές. Κατεβαίνει απότομα, ζυγίζοντας περίπου 10 φορές το βάρος της. Ένας κοντός με χαίτη, κάτι ανάμεσα σε εξτρέμ και κρυφός επιθετικός, την κολλάει στα λερωμένα diadora με τα πορτοκαλί κορδόνια. Γυρνάει προς το τέρμα. Ντριμπλάρει εύκολα τους πρώτους δύο. Σηκωνόμαστε απ’ τον καναπέ. Έχει, τόσο στα δεξιά του, όσο και αριστερά του ελεύθερους παίκτες. Φωνάζουμε να την «σπάσει» – πιστεύοντας πως μας ακούει. Στα δευτερόλεπτα που τρέχουν γρήγορα διακρίνεις αυτή την υπέροχη αμηχανία του αμυντικού που δεν ξέρεις προς τα πού να πρωτοπάει και ρίχνει άγκυρα στο σημείο που απλά κάθεται, απλώνοντας τις αρίδες του «μπας και». Εν τέλει σουτάρει. «Ξερά», «γεμάτα» με μια πολύ μικρή αίσθηση εξωτερικού. Η μπάλα γλύφει έναν ώμο. Ο τερματοφύλακας κοιτάει. Ξέρει. Η μπάλα καρφώνεται στα τεντωμένα δίχτυα με τόση δύναμη που επιστρέφει στο ύψος του πέναλτι. Οι σούστες του καναπέ την άκουσαν. Το «γκολ» μας ακούστηκε μέχρι την Γουαδελούπη, και ένας μικρός τοπικός σεισμός τράνταξε το coffee table με τις Amstel, τα χειριστήρια και τις τζιβάνες.
Γιατί τι είναι το Γκολ; Η πεμπτουσία του παιχνιδιού με το ασπρόμαυρο τόπι. Λόγος απόλυτης ηδονής ή αιτία να το ρίξεις στα ‘βαριά’. Όλοι έχουμε πανηγυρίσει ένα γκολ της ομάδας μας ή ένα ‘τεμάχιο’ σπάνιας ομορφιάς. Δεν χρειάζεται όμως πάντα να πληρούνται οι αυτές οι προδιαγραφές για να πανηγυρίσεις δείχνοντας καβάλο στην TV. Είναι γκολ που έπρεπε να μπουν. Θες θεία δίκη; Θες μοίρα; Δεν μας απασχολεί, δεν μας αφορά. Αρκεί που βρήκαν πλεκτό.
Τα 10 γκολ που μας σήκωσαν απ’ τον καναπέ, και όχι μόνο.
Juliano Belleti, Μπαρτσελόνα – Άρσεναλ, Τελικός Champions League, 2006:
Έχει αρχίσει και κάνει καιρό Μπαρτσελόνα. Είναι 2006 η ομάδα έχει όλο το χρόνο παίξει μπαλάρα. Οι Ροναλντίνιο, Ετό, Τσάβι, Ινιέστα και Λάρσον την «κρύβουν» καθ’ όλη την διάρκεια εκείνης της σεζόν. Ο τελικός είναι με την Άρσεναλ του εξωπραγματικού Τιερί Ανρί. Για την Μπάρτσα, που εκείνη την εποχή έχει την στάμπα του λούζερ σαν φάντασμα και μόλις ένα τσου-λου στην τροπαιοθήκη της, το παιχνίδι πάει κόντρα. Από το πουθενά, μια στημμένη μπάλα, η Άρσεναλ με τον Κάμπελ (άκουσον άκουσον) είναι μπροστά και έχει αρχίσει την κλοτσιά και το αντιποδόσφαιρο. Ο Ρόνι δεν πατάει και πολύ καλά. Το 1-1 γίνεται από τον Ετό, με αρκετή δόση τύχης. Οι Λονδρέζοι αρχίζουν και τα χάνουν. Ο Λάρσον έρχεται απ’ τον πάγκο και τα φέρνει όλα τούμπα. Θυμάμαι, το βλέπω μαζί με όλη την παλιοπαρέα, σε εκείνο τον καναπέ στο πατρικό μου. Φοράω το κασκόλ της Μπάρτσα και περιμένω να νιώσω πως η ομάδα που υποστηρίζω σηκώνει την κούπα της κούπας. Η κατοχή είναι 70% – 30%. Ο Μπελέτι κάνει μια δυνατή πάσα στον Λάρσσον. Εκείνος κοντρολάρει δύσκολα, γυρνάει το σώμα του και ψάχνει κάποιον. Ως γνήσιος βραζιλιάνος μπακ, ο Μπελέτι κάνει κούρσα. Σκέφτομαι θα του την δώσει. Την παίρνει στο πλάι της περιοχής και χωρίς να γυρίσει κεφάλι σουτάρει δυνατά προς το τέρμα. Κάτω από τα πόδια του Αλμούνια. Γκοοοοοοοοοοοοοοοοοοοολλλλλλλλλλ. 2-1, το πρώτο γκολ του Μπελέτι με τη φανέλα της Μπάρτσα είναι σε τελικό Τσου – Λου. Άραγε, θα είχαν έρθει έτσι τα πράγματα για την Μπάρτσα αν δεν είχε κάνει αυτή την ανατροπή;
https://www.youtube.com/watch?v=XsY3BDX3yAA
Fabio Grosso, Γερμανία – Ιταλία, ημιτελικός Μουντιάλ, 2006:
Δεν είναι απαραίτητο να είσαι φαν της Σκουάντρα Ατζούρα. Μπορεί παλιότερα το κατενάτσιο να σου διατάρασσε το τσί. Όμως στον ποδοσφαιρικό κόσμο τα πράματα είναι απλά: Την Νασιονάλ μανσάφτ είτε την λατρεύεις, είτε παθαίνεις τέτανο με το που την βλέπεις. Δεν υπάρχουν μεσοβέζικες καταστάσεις. Αν ανήκεις στην δεύτερη κατηγορία αυτό το τεμάχιο σου προκάλεσε πολλαπλές στιγμιαίες ονειρώξεις. Γιατί; Γιατί ήταν στο Ντόρτμουντ. Σε ένα μουντιάλ που οι καλτσοσάνδαλοι ήταν φαβορί, λόγω ομάδας και έδρας. Μέχρι το 119’: Μαγική πάσα playstation του μαέστρου, πλασέ στην κίνηση, ο Κλίνσμαν για χόρτα και ο Λεβ από τότε σκαλίζει ρουθούνι.
Andres Iniesta, Chelsea – Barcelona, ημιτελικά Τσου Λου, 2009:
Οι γράφοντες λάτρεψαν την Τσέλσι του Βιάλι. Αλλά μέχρι εκεί. Μετά έγινε μόδα – Αμπράμοβιτς – Μουρίνιο – Χιντινγκ, αντι-ποδόσφαιρο με ενδεκάδα βγαλμένη από Championship manager. Ναι ξέρω, θα μου πεις ότι σε αυτό το ματς αδικήθηκε κατάφορα η Τσέλς(κ)ι και έχεις δίκιο. Και ας ξεχνάς την ανύπαρκτη κόκκινη στον Ρόμπεν. Αλλά δεν γίνεται με αυτή την ομάδα, με αυτούς τους παίκτες να παίζεις τέτοιο ποδόσφαιρο. Χωρίς έστω αντεπιθέσεις. Άσε που 3 χρόνια πριν έγινε ανάποδα η σφαγή με γκολ του Τέρι – επιθετικό φάουλ. Anyway -που λεν και στο χωριό μου- βλέπεις το ματς, είναι τρελά βαρετό, οι οπαδοί της Τσέλσι ωρύονται για τον ρέφερι μέχρι εκείνη την στιγμή στο ’93, αυτός ο γλεντζές, ο Αντρές, βρίσκει χώρο δοκιμάζει το ποδάρι του και κολλάει πλασεδάρα στο Γ του Τσεχ. Αξία ανεκτίμητη.
Κριστόφ Βαζέχα, Άγιαξ – Παναθηναϊκός, ημιτελικά Τσου – Λου, 1996:
H φασούλα εδώ για τους μη Παναθηναϊκούς είναι η απόλυτη ταύτιση με τον Δαβίδ, aka στην προκειμένη περίπτωση Παναθηναϊκό. Κοιτάξτε λοιπόν τι συμβαίνει σε αυτή την περίπτωση. Στα 1990s Τσου – Λου βλέπαμε όλοι. Και λίγο πριν την στροφή του μεταμοντερισμού που ο καθένας πήρε τον δρόμο του, έπαιζε αυτό το ηλίθιο «είμαστε με τις ελληνικές ομάδες» που μεταξύ μας ήταν απλά εμπορικές ΠΑΕ και βγάζαν φράγκα με το τσουβάλι. Άσε που είχαν αρχίσει ελέω Μποσμάν να έχουν Έλληνες μόνο στον πάγκο. Τουλάχιστον δεν είμασταν ποτέ (ούτε για πλάκα) με τον Ολυμπιακό, το ετήσιο δελφινάριο του Τσου λου με παραστάσεις Χέρενφεν, Μόλντε, Ρόζενμποργκ κλπ.
Πάμε όμως στο προκείμενο. Ο Άγιαξ του Φαν Γκαλ πετάει φωτιές. Σπάει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο, κάνει 40 τελικές το ματς, έχει παίκτες τύπου Κανού, Φίνιντι, Λιτμάνεν, αδέρφια Ντε Μπουρ, Όβερμαρς, Ντάβιντς. Σήμερα, το παιχνίδι θα ξεκίναγε με 1 στο 1,15 και ενδεχομένως και χάντικαπ 2 γκολ στον Άγιαξ. Και κάπως έτσι έδειχναν τα πράγματα μέχρι ο Άγιαξ να αρχίσει να χάνει τα γκολ το ένα μετά το άλλο και οι παίκτες του Παναθηναϊκού να πιστεύουν σε «κάτι καλό». Η φάση του γκολ ενέχει κάτι το βαθιά άμπαλο. Η περιβόητη κούρσα του Δώνη είναι μεταξύ μας ένα γκανιάν στη λασπουριά, με γδούπους στην μπάλα από μαινόμενο άχαρο άτι που απλά το κόβει ευθεία και δεν σταματάει πουθενά. Περιέργως η πάσα είναι καλή και ο «Κατσίκα», ο πιο συμπαθής ξένος του ΠΟΚ, και μακράν καλύτερος παίκτης του τότε Παναθηναϊκού είναι απέναντι απ’ το ασχημόπαπο Φαν Ντε Σαρ, πλασάρει υπέροχα στο αντίθετο παράθυρο από την βουτιά του Ολλανδού keeper και 0-1. Γκολ που πανηγυρίστηκε όσο λίγα στις γειτονιές της Αθήνας, από ζέλες και μη. Δείτε το βίντεο. Η σοφή αντίδραση του Βαζέχα και ο πολύ μετρημένος πανηγυρισμός μου είναι το προμήνυμα του τί θα συνέβαινε στην Αθήνα.
Στίβεν Τζέραντ, Λίβερπουλ – Ολυμπιακός, όμιλος Τσου Λου, 2004:
Μια ήδη ξεκάθαρη αντι-ολυμπιακή οπτική των τριών φίλων και συντακτών έχει ήδη διαφανή και από το γκολ του Βαζέχα στον Αίαντα. Ολυμπιακός και Τσου Λου είναι μια ξεκάθαρα αγαπημένη διασύνδεση στα γκολ που μας σήκωσαν από τον καναπέ· Φυσικά πάντα με την μπάλα στο μπακλαβωτό των ερυθρόλευκων. Και για να μην είμαστε τόσο εριστικοί και γράψουμε για το παστέλι του οσίου Αντόνιο Κόντε, στην λίστα, τοποθετείται, και μάλιστα σε περίοπτη θέση, η γκολάρα του Στίβι Τζι.
Η ιστορία έχει ως εξής. Ο ΝτουσκοΜπάγεβιτς ως άλλος νταλαρομουρίνιο έχει επιστρέψει στο θρόνο του. Με παικταράδες Ρίμπο, Ζιο, Τζόλε και με τις γνωστές μίζες του Μάριτς και Ρέζιτς. Οι γαύροι μας τα έχουν κάνει ζέπελιν, γιατί περιέργως πάνε καλά στον όμιλο και μεταξύ μας αξίζουν την πρόκριση. Ταξιδεύουν λοιπόν στο μεγαλύτερο από το δικό τους λιμάνι, αυτό του Λίβερπουλ και ξεκινούν του παιχνίδι ιδανικά με φάουλ γκολ του τεράστιου Ρίμπο. Όμως Τσου Λου και Ολυμπιακός είπαμε είναι σταθερή αξία. O Σιναμά Πόνγκολ (Ποιος;) ισοφαρίζει και ο Μέλλορ (Ποιος στο τετράγωνο) από φάβα του ‘Επίμονου Κηπουρού’ Νικοπόλια βάζει την Λίβερπουλ μπροστά. Με έναν ακόμα γκολ στο aggregate η Λίβερπουλ περνάει. Είμαστε στο 86. Σέντρα στην περιοχή. Κεφαλιά του Μπάρος προς τα έξω στο Στίβι Τζι που έχει χώρο. Slice. Η μπάλα παίρνει στροφές και ‘σφυράει’. Ξυρίζει και όλα έχουν πάρει το δρόμο τους. Γκοοοοοοοοοοολλλλλλλλλλλλλλλλλλλλλλλλλλ.
https://www.youtube.com/watch?v=PG_TD-4AuKw&t=195s
Δημήτρης Ναλιτζής, ΠΑΟΚ – Πανιώνιος, ημιτελικός κυπέλλου 1998
Εδώ η ιστορία δεν είναι «με σήκωσαν απ’ τον καναπέ» αλλά μου εξασφάλισαν μια ωραιότατη αποβολή. Με λένε Κωστή και η ανωνυμία αυτής της ιστορίας έχει από καιρό χαθεί. Είναι 1998. Ο Πανιώνιος έχει κερδίσει 1-0 στη Νέα Σμύρνη με γκολ του Λεωνίδα Βόκολου. Η εβδομάδα περνάει και η ομάδα του Εμβολιάδη ανεβαίνει στην Τούμπα για να υπερασπιστεί αυτό το 1-0 και να πάει τελικό. Δεν το πιστεύει κανείς, εκτός από εμάς τους Πανιώνιους. Σχολάω απ’ το σχολείο και θυμάμαι ακόμα έναν αντιπαθητικό βάζελο συμμαθητή μου (που τον ξεχρέωσα μετά τον τελικό) να μου λέει: «μην έρθεις αύριο, 3 θα φάτε».
Το πρόβλημα μου πάντως ήταν ότι δεν θα δω το ματς. Στο σπίτι έχει φρέσκο αποκωδικοποιητή filmnet, αλλά έχω αγγλικά και δίνω για το Proficiency και γενικά οι δικοί μου δεν το διαπραγματεύονται. Η συνταγή γνωστή σε κάθε νεόπουλο της γενιάς Χ. Φούτερ, με ακουστικά από Walkman περασμένα από μέσα. Το καλώδιο φτάνει μέχρι το μανίκι και από εκεί με μια σφιγμένη γροθιά που στηρίζει το κεφάλι και επιτρέπει στο αυτί να «ακούσει» μέχρι την Τούμπα. Φυσικά σιγά να μην μας πάρει χαμπάρι η αυστηρή κυρία Μουστάκα.
Ο ΠΑΟΚ κάνει φάσεις. Η τότε ΕΡΑ ΣΠΟΡ βάζει συνέχεια διαφημίσεις και γω το χα χούι ότι τάχα κάθε φορά που βάζουν διαφημίσεις τρώμε γκολ. Μιλάμε για άγχος. Δεν θυμάμαι αν ήταν ο Μυρισκλάβος που έφερνε πάντα τύχη στους φιλοξενούμενους, αλλά θυμάμαι ότι η κυρία Μουστάκα που είχε αντιληφθεί ότι κάτι παίζει με έβαλε να διαβάσω ένα κείμενο δυνατά. Απ’ αυτά τα γελοία κείμενα του reading comprehension που ακόμα και αν ξέρεις τη γλώσσα δεν καταλαβαίνεις τι λένε. Πιθανός τίτλος του κειμένου: “Η εξερεύνηση του Δαρβίνου στη Γη του Πυρός”.
Πάνω εκεί σ’ αυτή τη γελοία στιγμή και ενώ ο σπίκερ μιλάει για μια χαμένη ευκαιρία του Ζαγοράκη, ο ιστορικός βγαίνει στην κόντρα. Ο Καμίτσης σεντράρει και ο αμυντικός που πάει να διώξει με κεφαλιά κάνει λάθος. Ποια passive voice και ποια phrasal verbs. Σταμάτησα να διαβάζω με την Μουστάκα να μου λέει παιδί μου είσαι καλά; Σηκώθηκα όρθιος μόλις άκουσα «Ο Ναλιζτής απέναντι στον Μιχόπουλο». Σταμάτησα να κρύβω το ακουστικό και το φόρεσα κανονικά. Πρώτα το άκουσα και μετά το φώναξα: Γκοοοοοοοοοοολλλλλλλλλλλλλλλλλλλλ κυρία Μουστάκα. Γκολλλλλλλλλλλλλλλλλλλ. «Πέρνα έξω τώρα». Πάλι καλά που δεν της είπα, άσε με να μείνω για το γούρι.
Lionel Messi, Barcelona – Bayern, ημιτελικός Τσου Λου, 2015:
Μια χρονιά πριν, η Μπάρτσα αποκλείστηκε από την Μπάγερν με παθητικό 8-0 σε 2 παιχνίδια. Η Μπάγερν την βρήκε πιο άδεια από ποτέ στα τελευταία 15 χρόνια και δεν πάτησε φρένο ούτε μια στιγμή. Θυμίζω ότι ο Μέσι ήταν τραυματίας και δεν έπαιξε ούτε λεπτό στον επαναληπτικό, με τον προκλητικό Νόιερ να δηλώνει ότι «και να έπαιζε, δεν θα μου έβαζε γκολ». (Υπάρχει και ο χαμένος τελικός για τον Μέσι, Γερμανία – Αργεντική 2014, με πάλι τον Μέσι τραυματία).
Έναν μόλις χρόνο μετά οι ομάδες συναντήθηκαν ξανά στα ημιτελικά. Η Μπάρτσα είναι ανανεωμένη, με Σουάρες και Νεϊμάρ. Ο Μέσι δεν κάνει καμιά μαγική χρονιά, αλλά είναι ο Μέσι. Η μπλαουγράνα σκορπάνε τους Γερμανούς και χάνουν την μια ευκαιρία μετά την άλλη, με το Νόιερ να έχει μεγάλη ευθύνη γι’ αυτό και μετά από κάθε σπουδαία επέμβαση να γελάει εριστικά. Ημίχρονο 0-0 με την Μπάγερν να έχει μάλιστα και την τελευταία μεγάλη ευκαιρία να ανοίξει το σκορ.
Το β’ μέρος ξεκινάει, η Μπάρτσα αλλάζει την μπάλα με ταχύτητα, ο Λιονέλ την παίρνει λίγο έξω από την περιοχή και με ένα πλασέ που μοιάζει εύκολο νικάει το Νόιερ για το 1-0. Όμως, αυτό δεν είναι ο λόγος να σηκωθείς απ’ τον καναπέ. Η Μπάρτσα συνεχίζει να έχει κατοχή και ευκαιρίες, ο Νόιερ αποκρούει και άλλα, έχεις όμως θυμώσει και τα νεύρα του είναι εμφανή. 10 λεπτά μετά το 1-0 ο Ράκιτις σε διπλή επίθεση της Μπάρτσα βρίσκει τον Μέσι. Όλα γίνονται με ασύλληπτη ταχύτητα. Η μπάλα είναι στο αριστερό του μάγου. Μπροστά του είναι ο Μπόατεγκ. Ντρίπλα κοφτή, ανάποδα από το σώμα του Γερμανού αμυντικού που πέφτει σαν σακί. Απέναντι ο υπερόπτης Νόιερ. Πλασέ – κρέμασμα με το κακό πόδι του Μέσι. Γκοοοοολλλλλλλλλλλ και γεια σου ξανθομπάμπουρα υπερόπτη. Γιατί στη μπάλα, έχει και θεία δίκη.
https://www.youtube.com/watch?v=bswoHPWpJ-0&t=197s
Αρκάντιους Κλίμεκ, Πανιώνιος – Ξάνθη, (Δεν υπάρχει ημερομηνία είναι χρονοχώρος η φάση· μάλλον είναι 2004)
Δεν θα σας κουράσω πολύ. Η ομάδα είναι χάλια. Παίζει με φορ τον αριστεροπόδαρο Πολωνό Αρκάντιους Κλίμεκ, που ξέρει λιγότερη μπάλα και από τα μπακ μας. Η Ξάνθη είναι εξίσου χάλια. Το παιχνίδι είναι αυτό που λέμε “φάγαμε τα μάτια μας”. Λίγο έλειψε να φωνάξουμε γκολ σε ‘τρίγωνο’ ή σε ωραία ντρίμπλα, ή σε ένδειξη σουτ προς την εστία. Στα χασομέρια – και αυτό είναι το υλικό που έφτιαξε το ντιλίριο – και ενώ δεν πρέπει να έχουμε κάνει ούτε μισή φάση – ο ακούραστος Τζουλιάνο Ντος Σάντος κάνει κάτι σαν σέντρα. Ο Κλίμεκ κάνει 2-3 με επιθετικά φάουλ αλλά χαλάλι του και με κεφαλιά ψαράκι κάνει το 1-0. Λίγο έλειψε να πέσει η αγγλική από το γκολ και τα πανηγύρια. Γιατί; Γιατί έτσι.
ΦΥΣΙΚΑ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΝΕΝΑ ΒΙΝΤΕΟ
Ζιντάν, Ρεάλ – Λεβερκούζεν, τελικός Τσου Λου, 2002:
Δεν θα μας πέρναγε από το μυαλό ότι θα γράφαμε για γκολ της Ρεάλ “Βασιλομήτρω” Μαδρίτης. Όμως ο αρτίστας Ζιντάν σπάει κάθε στερεότυπο και κυριολεκτικά χαλάλι του. Η Ρεάλ παίζοντας μπαλάρα σε όλη τη σεζόν πάει τελικό. Απέναντι της είναι η Λεβερκούζεν του Μπάλακ. Όχι, δηλαδή, αν αγαπάς το ποδόσφαιρο, ακόμα και αν είσαι Καταλανόπληκτος μπορείς έστω και λίγο να υποστηρίξεις την ομάδα της φαρμακοβιομηχανίας και του βασιλιά των άμπαλων «Μπίστου Μπάλα Μπάλακ»; Αν είναι ποτέ δυνατόν. Ο μεγάλος Ραούλ σκοράρει, οι άμπαλοι ισοφαρίζουν με τον Λούσιο (Βραζιλιάνος μπακ > από Γερμανό φορ) και στις καθυστερήσεις του πρώτο ημιχρόνου ο Ρομπέρτο Κάρλος προλαβαίνει και σηκώνει την μπάλα πριν βγει άουτ. Ο Ζιζού παίρνει το πινέλο του εξπρεσιονισμού. Πόδι πάνω απ’ το κεφάλι, σώμα σε rotate, το σουτ φεύγει απευθείας. Ποίημα.
https://www.youtube.com/watch?v=ca-O58vdPTQ
Αλεσάντρο Ντελ Πιέρο, Γιουβέντους – Ρεάλ, ημιτελικός Τσου Λου, 2003:
Ο ποδοσφαιρικός Μεγαλέξανδρος δεν πήγε προς Ινδία αλλά προς Μαδρίτη. Κοινώς γιατί κάθε φορά που πετύχαινε τα απόπαιδα του Φράνκο τα πιτσίλαγε ως άλλος στρατηλάτης. Εν προκειμένω η φάση είναι ότι η Ρεάλ είναι τροπαιούχος και έχει κυριολεκτικά υπερομάδα. Πρώτο παιχνίδι στο Τορίνο. Από το τίναγμα του σεντονιού και το δέσιμο των κορδονιών του παίρνουμε το χαμπάρι ότι ο Αλέξανδρος είναι σε μέρα λυκανθρώπου. Ντρίμπλες, σουτ, κάθετες, ευκαιρίες. Μόλις στο 12′ ο Τρεζεγκέ βάζει τους Γιουβεντίνους μπροστά. Ο Ρομπέρτο Κάρλος πάει να βάλει ένα φάουλ τύπου Μουντιαλίτο 2008, όμως δεν φυσάει τόσο και η μπάλα ξύνει το δοκάρι. Ο Άλεξ είναι πραγματικά σε αλλόκοτη κατάσταση. Στο 43’ κατεβάζει με το δεξί μυτάκι 40άρα μπαλιά στη γωνία της περιοχής. Έχει μπροστά του Ιέρο και Σαλγκάδο. Ξεκινάει τα λεγόμενα σισπασιόν. “Άλλος για Χίο τράβηξε, κι άλλος για Μυτιλήνη”. Πλασέ στην κλειστή γωνία του Κασίγιας. Γαβγάμηλα.
https://www.youtube.com/watch?v=YQBX79vT1xU