Δεν τα κατάφερα να πάω στην τελευταία συναυλία του Θανάση Παπακωνσταντίνου στην Αθήνα· δεν τα κατάφερα, ενώ είχα εισιτήριο, που σημαίνει επί της ουσίας ότι το απέφυγα. Δεν άντεξα να πάω. Κάπως δεν βαστάω μάλλον άλλες “απώλειες”, παρότι περίμενα καιρό το τέλος της διονυσιακής περιόδου.
Θυμάμαι το καλοκαίρι του 2000· Στο θέατρο Πέτρας· μας είχε πάει ο Νίκος, τόσο ως “Λαρισαίος” όσο και ως μουσικός. “Πάμε σε συναυλία του Παπακωνσταντίνου” -“Του Βασίλη;” -“Όχι, του Θανάση”. Κόσμος με το ζόρι χιλιάρικο. Μόλις είχε βγει ο τέταρτος δίσκος του, ο Βραχνός Προφήτης και ο κράχτης ήταν ο Αγγελάκας για το “όταν χαράζει”. Χάραξε μέσα μας. Όαση σε κάθε καινούργιο δίσκο και Διονύσια κάθε καλοκαίρι. “Μα οι τρομαγμένοι κάνουνε πως τάχα δεν ακούν”.
“Η δημιουργία είναι μια εγωιστική διαδικασία. Αυτό που στεφανώνει την ανθρώπινη ύπαρξη είναι η θυσία” είπε από το μικρόφωνο, με το κοινό να κάνει φασαρία και να μην δίνει σημασία. “Εγώ δεν ένιωσα ότι θυσίασα κάτι. Οπότε κρατήστε τα τραγούδια και εμένα ξεχάστε με”. Λες και δεν μας έχει πει, με τον δικό του τρόπο εδώ και καιρό: “όμως το πιο γλυκό βιολί το παίζει ο θάνατος”, “δεν έχω απόψε που να πάω δέξου με στο δώμα σου”, “μάσκα δεν έχω να γυρνώ, στο καρναβάλι ετούτο”, “άνθρωπέ μου τι ξεφτύλα, να σου χαλάνε το όνειρο, κι εσύ να τους αφήνεις”, “αστέρι που, πριν έρθεις καν, άστρο που φεύγεις πάλι”, “τα φώτα ανάβουν να προλάβουν, της νύχτας το μετέωρο”, “Και μ’ απάντησαν είναι χάρτινοι οι αγγέλοι, άμοιρη ψυχή μην ξεγελαστείς”, “κι απ’ το διάφανο το τραύμα το γλυκό, ένα σαμπάχ μακριά να φτερουγίσει”, “Φορώ το μαγικό σκουφί που αόρατο με κάνει, γλιστρώ απ’ το σεντονάκι της να φύγω στα κρυφά”. Ο Θανάσης που για λίγο έγινε “μας” -γιατί μόνο για λίγο μπορεί κάτι να γίνει “μας”. Ο Θανάσης που ψάχνει οξυγόνο έξω απ’ αυτό που έφτιαξε, ψάχνει να γυρίσει στις σκιές της (εγωιστικής) δημιουργίας του. Μακριά απ’ τις πειρατικές σημαίες, και τα “τι λες τώρα, συ θα παίζεις ως τις τέσσερις η ώρα”. Ποια τόσο επιτυχημένη δημιουργία δεν είναι δα μια μικρή φυλακή; Ποια τελετουργία, ως ανθρωπολογία ή ως βίωμα δεν έχει τέλος; Ποιος (τέλειος) κύκλος παραμένει ατελής; “Ζήστε τη στιγμή, ζήστε το παρόν σαν να μην υπάρχει αύριο. Αλλά όμως όχι άτσαλα”.
Μπορεί το μέλλον να μας φυλάει το πιο ειλικρινές “δεν μ’ αναγνωρίζετε γιατί έλειπα καιρό”. Μέχρι τότε του χρωστάμε την ελευθερία του περσινού χιονιού. “Να ξεχαστεί σαν των βουνών, βρε αμάν αμάν, το περσινό το χιόνι”.
Τον ευχαριστούμε για όλα
“Στο άπειρο πορεύομαι· Απ’ τ’ άπειρο ξεκίνησα· Κέντρο του σύμπαντος κι αθάνατος· Νόμιζα ο άμυαλος πως ήμουνα”
ΥΓ: το Κύμα με τον Θανάση